Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Μέρος Γ΄ . Η εξορία του Ιωάννου και η εν Πάτμω δράσις αυτού.

ιε΄  Περί της τελουμένης θυσίας εις τον λύκον κατά την πρώτην εκάστου μηνός εις την πόλιν Μυρινούσαν.                                                                                                       

Εξελθόντες εκ της πόλεως Φλωράς και περιπατήσαντες, εισήλθομεν εις την πόλιν Μυρινούσαν κατά την πρώτην του Λώου (Αυγούστου) μηνός, και ελθόντες εις τον τόπον καλούμενον «Πιαστήριον» εύρομεν  εκεί τους πρώτους της πόλεως έχοντας ένα νέον σιδηροδέσμιον κείμενον κατά γης· ηρώτησε δε ο Ιωάννης ένα εκ των εκεί παρισταμένων, λέγων: «Δια ποίον λόγον είναι δεμένος ούτος ο νέος»; Απεκρίθη εκείνος ειπών: «Εκάστην πρώτην του μηνός προσφέρεται εις νέος καθαρός θυσία εις τον ευεργέτην λύκον».  Είπε δε ο Ιωάννης: «Και ποίος είναι ο λύκος ούτος; Επεθύμουν να μάθω». Λέγει πάλιν εκείνος: «Περί την τετάρτην ώραν της ημέρας έρχονται οι ιερείς και λαμβάνουσι τον νέον προς θυσίαν και ακολουθεί αυτούς όλος ο λαός· εάν λοιπόν θέλης να ακολουθήσης και συ, δύνασαι να ίδης τον λύκον και την θυσίαν την τελουμένην εις αυτόν». Είπε προς αυτόν ο Ιωάννης: «Άνθρωπε, βλέπω σε άνθρωπον φρόνιμον, γνωστικόν και με πάσαν αρετήν εστολισμένον· επειδή δε εγώ είμαι ξένος και επιθυμώ να ίδω τον λύκον αυτόν, δείξον αυτόν παρακαλώ εις εμέ, και δια την χάριν ταύτην θα σοι δώσω μέγα δώρον»· τούτο δε ακούσας εκείνος, εδέχθη ίνα δείξη τον λύκον προς τον Ιωάννην. Όθεν ελθόντες εις τον τόπον εκείνον και συνομιλούντες μετά του ανθρώπου, αίφνης ο δαίμων ο καλούμενος λύκος ανέβη εκ του ποταμού εστολισμένος κατά φαντασίαν δια ποικίλου στολισμού. Ιδών ο Ιωάννης τον λύκον είπε: «Προς σε λέγω, πνεύμα πονηρόν, άκουσον»· και ευθύς εστάθη ο δαίμων· είπε δε προς αυτόν ο Ιωάννης: «Πόσα έτη έχεις εις τον τόπον τούτον»; απεκρίθη ο δαίμων λέγων: «Εκατόν εξήκοντα πέντε». Λέγει πάλιν προς αυτόν ο Ιωάννης: «Παραγγέλλω σοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού του ζώντος, όπως εξέλθης εκ της νήσου ταύτης και εις ερήμους κι ακατοικήτους τόπους πλέον να έχης την διαμονήν σου»· και ευθέως το πονηρόν πνεύμα εγένετο άφαντον απ’ έμπροσθεν ημών. Ιδών δε ο άνθρωπος εκείνος το σημείον το οποίον εποίησεν ο Ιωάννης, έπεσεν εις τους πόδας αυτού λέγων: «Παρακαλώ σε, κύριε, ειπέ εις εμέ ποίος είσαι; Διότι βλέπω ότι και τους θεούς διατάσσεις και μετά τρόμου σού υπακούουσι». Λέγει προς αυτόν ο Ιωάννης: «Εγώ είμαι Ιωάννης ο Απόστολος Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού· ούτος δε, τον οποίον σεις λέγετε λύκον, είναι πνεύμα πονηρόν και διαφθείρει τας ψυχάς των ανθρώπων· δια τούτο απέστειλέ με ο Χριστός ίνα διώξω τους δαίμονας και υποδείξω εις τους ανθρώπους την οδόν της αληθείας». Ταύτα ακούσας  ο άνθρωπος λέγει προς τον Απόστολον: «Πρακαλώ σε, άνθρωπε του Θεού, όπως ποιήσης και εμέ δούλον του Χριστού». Κατηχήσας δε τούτον ο Ιωάννης, εβάπτισεν αυτόν εις τον ποταμόν. Ενώ δε ακόμη ο Ιωάννης επεστήριζε δια λόγων πνευματικών τον φωτισθέντα αδελφόν, ιδού έρχονται οι ιερείς της αισχύνης φέροντες μεθ’ εαυτών σιδηροδέσμιον τον νέον δια να θυσιάσωσιν αυτόν εις τον δαίμονα· και δέσαντες αυτού τους πόδας και ετοιμάσαντες κατά πάντα, έλαβον εις χείρας το ξίφος και ανέμενον την εμφάνισιν του δαίμονος· διότι εφαίνετο πρώτον εις αυτούς ο δαίμων δι’ εκστάσεως και φαντασίας, κατελάμβανε δε αυτούς φόβος και τρόμος, και τότε έσφαζον τον νέον. Επειδή όμως ο δαίμων δεν εφαίνετο και εκείνοι ανέμενον, πλησιάσας αυτούς ο Ιωάννης είπεν: «Ω άνδρες, οι ευρισκόμενοι εις την πλάνην των δαιμόνων, αυτόν τον οποίον σεις νομίζετε ότι είναι θεός, τον δαίμονα αυτόν λύκον, εγώ εδίωξα μακράν εκ της νήσου ταύτης εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού μου· τι λοιπόν επιμένετε εις την παράνομον ταύτην θυσίαν; Λύσατε τον νέον και άφετε να υπάγη· εγώ δε θα σας εξηγήσω περί του δαίμονος, ο οποίος σας επλάνα μέχρι τούδε και διέφθειρε τας ψυχάς σας». Ταύτα ακούσαντες οι ιερείς εξέστησαν· διότι ουδείς ποτε  ετόλμησεν εις τον τόπον εκείνον ν ομιλήση ούτως ελευθέρως, δια τον φόβον του δαίμονος. Πάλιν λοιπόν ο Ιωάννης είπε προς αυτούς· «Υπακούσατέ μου, ω άνδρες, και λύσατε τον νέον· παύσατε δε και την ανόητον και φρενοβλαβή ταύτην λατρείαν των δαιμόνων δια της σφαγής ανθρώπων κατ’ εικόνα Θεού πλασθέντων· διότι ο λεγόμενος λύκος εδιώχθη παρ’ εμού και απεστάλη εις το σκότος το εξώτερον δια της δυνάμεως του Θεού μου»· προς ταύτα δε οι ιερείς ούτε καν ετόλμησαν να αποκριθώσι. Τότε λοιπόν ο Ιωάννης πλησιάσας έλυσε τον νέον εκ των δεσμών, και είπε προς αυτόν: «Ύπαγε προς τους γονείς σου εις την πόλιν», διότι δεν επετρέπετο εις ουδένα εκ των συγγενών του θυσιαζομένου ίνα παρευρίσκεται κατά την τελετήν της θυσίας του λύκου· είτα δε πλησιάσας έλαβε τας μαχαίρας εκ των χειρών των ιερέων, και πάντες οι ευρισκόμενοι εκεί εθαύμασαν· ουδείς όμως ετόλμησε να είπη προς τον Ιωάννην λόγον σκληρόν· διότι κατέλαβε πάντας θάμβος και έκστασις μεγάλη δια την εξαφάνισιν του θεού των. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου