Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

Τη Ε΄ (5η) Ιουνίου μνήμη του αγίου Νεομάρτυρος Μάρκου του από Σμύρνης καταγομένου και εν Χίω αθλήσαντος εν έτει αωα΄ (1801) από Χριστού.

Ας είναι δεδοξασμένον και υπερύμνητον το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διότι όσον οι ασεβείς μαίνονται εναντίον της θείας Αυτού Μεγαλειότητος, επί τοσούτον οι Ορθόδοξοι δεν παύουν από του να αναδεικνύουν, κατά διαφόρους πόλεις και χώρας, κήρυκας, και δια λόγων και δια της θυσίας των ιδίων των αιμάτων, της προσκυνητής αυτού Θεότητος. Εκείνοι λέγουν, ότι ήτο εις πλάνος και αθετούν και Ευαγγέλια και τους Αποστόλους, απλώς δ’ ειπείν όλον τον Χριστιανοσμόν και την ελπίδα των Χριστιανών. Ενώ ούτοι, παρουσιαζόμενοι ενώπιον των τυράννων, κηρύττουν μετά πλήρους πίστεως και παρρησίας ότι ήτο και είναι Θεός αληθινός, Βασιλεύς εις τους αιώνας, Δημιουργός πάσης κτίσεως και Κριτής ζώντων και νεκρών. Και ο ουρανός άνωθεν, κριτής αδέκαστος, δέχεται την ομολογίαν εις θυσίαν αινέσεως και σφραγίζει την δι’ αίματος αυτών μαρτυρίαν, δια των φρικτών και εξαισίων θαυμάτων, τα οποία οι μεν υιοί της απωλείας ακούοντες γελώσιν, οι δε Χριστιανοί, κατανυγόμενοι και ωφελούμενοι ψυχικώς εκ των παραδόξων έργων της μαρτυρικής χάριτος, δοξάζουσι τον φιλάνθρωπον Κύριον, διότι ενισχύει τους υπέρ Αυτού αθλούντας ώστε να καταφρονούν πάσαν βάσανον και αυτόν έτι τον θάνατον δια το Άγιον όνομα Αυτού.

Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας ιστορεί κατά τάξιν καλώς την πληθύν των τοιούτων λαμπρών Νεομαρτύρων, οι οποίοι ανεφάνησαν εις την καθ’ ημάς Αγίαν Εκκλησίαν, μετά την άλωσιν και μάλιστα τους ιερούς αθλητάς του ιη΄ (18ου) αιώνος. Διότι καθώς είπεν εις μέγας διδάσκαλος, «ουκ εκλείψουσι στρατιώται τω Χριστώ». Αλλ’ ούτε και ο ιθ΄ (19ος) αιών υστέρησεν εις τούτο, αλλ’ ευθύς εις τας πρώτας του αρχάς, εις μεν την Ρόδον ανέδειξεν εν ευωδέστατον ρόδον, τον εκ της νήσου Ύδρας καλλιμάρτυρα Κωνσταντίνον, εις δε την Νέαν Έφεσον, τον νέον Γεώργιον και νυν εις την φιλόχριστον Χίον τρίτον, τον ευσεβή τούτον Μάρκον, του οποίου την λαμπράν άθλησιν, εάν σιωπήσωμεν ημείς οι αξιωθέντες να ίδωμεν και να υπερθαυμάσωμεν, θέλομεν ζημιώσει πολύ τους φιλομάρτυρας. Επειδή πρέπει να αρχίσωμεν από τα συμβάντα προ του μαρτυρίου, δια τούτο γράφομεν όσα μας διηγήθη άνθρωπος φιλαληθέστατος, ο οποίος εγένετο απ’ αρχής αυτόπτης της του Μάρκου ζωής. Μάρκος ο Άγιος Νεομάρτυς, ο λαμπρός ούτος αριστεύς του Χριστού, εγεννήθη εις την μεγαλόπολιν Σμύρνην, εκ γονέων ευσεβών και θεοφοβουμένων. Ο πατήρ του ωνομάζετο Χατζη-Κωνσταντής, εκ Θεσσαλονίκης καταγόμενος, η δε μήτηρ του Μαρία, Σμυρναία το γένος, οι οποίοι φαίνεται, ότι μόνον εις τα κοινά καλούμενα γράμματα εξεπαίδευσαν αυτόν. Είχε δε ο Άγιος Νεομάρτυς Μάρκος και αδελφόν Ιερομόναχον, Παΐσιον καλούμενον, όστις και ψάλτης εχρημάτισε της Εκκλησίας εις την Νέαν Έφεσον. Όθεν και ο Μάρκος προοδεύσας κατά την ηλικίαν μετέβαινεν εκεί ασκών μικρόν εμπόριον. Επιστρέψας δε από την Νέαν Έφεσον εις την Χίον κατά την αψπη΄ (1788) έλαβε νόμιμον σύζυγον. Έπειτα παρακινηθείς υπό του αδελφού του, μετέβη εις Νέαν Έφεσον δια να κατοικήση εκεί. Αλλά καλλίτερον να μη ήθελε μεταβή. Διότι εκεί έπεσε πτώμα διπλούν και δακρύων άξιον. Επειδή πρώτον μεν συνηρπάγη από τον έρωτα μιας ξένης γυναικός χριστιανής και κρυφίως ημάρτανε μετ’ αυτής μέχρι τινός, έως ότου εκ προδοσίας ο αγάς του τόπου μίαν νύκτα εισήλθεν εις την οικίαν, συνέλαβε και τους δύο και το πρωΐ, ως παρουσιάσθησαν εις το κριτήριον, εξώμωσαν, φεύ! αμφότεροι την του Χριστού πίστιν. Και τον μεν Μάρκον περιέτεμε, την δε Μαρίαν – διότι τούτο ήτο το όνομα της γυναικός – έκλεισεν εις το χαρέμιόν του. Μετά τέσσαρας δε μήνας εχορήγησεν εις αυτούς και μισθόν και η γυνή επέστρεψεν εις τον οίκον της. Ούτω ο Μάρκος διήγεν εις το εξής ως υιός του αγά. Αλλά κατά μεν το φαινόμενον εδείκνυεν εις τους Χριστιανούς μεγάλην αγριότητα και σκληρότητα, εσωτερικώς όμως ησθάνετο βαρύν τον έλεγχον της συνειδήσεως. Όθεν προσέδραμε κρυφίως εις ένα πνευματικόν πατέρα, λίαν άξιον δια την διόρθωσιν τοιούτων ψυχών. Ο πνευματικός ούτος κατ’ αρχάς δεν τον εδέχθη, υποπτευόμενος εκ μέρους του πονηρίαν, δια να του προξενήση κανέν κακόν. Ότε όμως είδεν ότι προσήρχετο μετά δακρύων και συντριβής καρδίας τον εδέχθη, τον παρηγόρησε και είπεν εις αυτόν να ελπίζη εις την ευσπλαγχνίαν του Θεού και Εκείνος, ως πολυεύσπλαγχνος, θέλει δεχθή εξ άπαντος την μετάνοιαν αυτού. Εξωμολογήθη τότε την ενδόμυχον σκέψιν αυτού και ότι είναι έτοιμος ευθύς ως εύρη τρόπον, να αναχωρήση εκείθεν ομού μετά της γυναικός, μάλιστα δε εφρόντισε να φυλάξη απερίτμητοντο άρρεν τέκνον, το οποίον είχεν η σύζυγος αυτού εκ του προηγουμένου συζύγου της και το οποίον είχον πλησίον των. Εις τον ίδιον δε πνευματικόν μετέβη πολλάκις και η γυνή και παρεκάλουν τούτον μετά θέρμης να εύρη τρόπον και να φυγαδεύση αυτούς εκείθεν. Η θεία χάρις λοιπόν εφώτισε τον πνευματικόν και εύρε τον τρόπον. Η Μαρία εσύχναζεν εις τον οίκον του αγά και ο πνευματικός συνεβούλευσεν αυτήν να παύση εις το εξής να μεταβαίνη εκεί και να προσποιηθή ότι είναι ασθενής. Ούτω και έπραξεν η Μαρία, υπακούσασα εις την συμβουλήν του πνευματικού. Ο δε αγάς απέστειλεν ιατρόν λίαν έμπειρον, μετά του Μάρκου, ίνα επισκεφθή την ασθενούσαν. Ο ιατρός ήτο πολύ θεοσεβής και φίλος στενός του πνευματικού. Όθεν επείσθη εις τους λόγους του να είπη εκείνα τα οποία θα υπεβοήθουν τον σκοπόν των. Ως λοιπόν επέστρεψεν ο ιατρός εις τον αγάν, είπε προς αυτόν: Η γυνή αύτη, αγά μου, πάσχει βαρέως εξ ασθενείας μητρικής, την οποίαν ούτε εγώ δύναμαι να θεραπεύσω, ούτε άλλος εκ των ιατρών. Αλλ’ εις την Σμύρνην ευρίσκεται μία Εβραία, ήτις μόνη γνωρίζει την τέχνην να ιατρεύη τοιαύτα πάθη. Αν λοιπόν είναι ο ορισμός σου να την στείλης εις εκείνην, θέλει θεραπευθή. Διότι κατ’ άλλον τρόπον δεν θα ίδη την υγείαν της. Επείσθη τότε ο αγάς και καλέσας τον Μάρκον επρόσταξεν αυτόν να ετοιμασθή δια να υπάγη μετά της Μαρίας εις την Σμύρνην και πάλιν να επιστρέψουν. Όθεν πράγματι ητοιμάσθησαν και εξεκίνησαν μετά του τέκνου, αφού παρήλθον εννέα μήνες από της εξωμοσίας των. Όμως, συνεργεία του μισοκάλου δαίμονος, ο αγάς υπωψιάσθη, ότι δια να φύγουν εκείθεν δια παντός προσεποιήθησαν την ασθένειαν της γυναικός. Και κυριευθείς υπό άκρας οργής, έστειλε κατόπιν αυτών άνθρωπόν του με γράμματα προς τον ανώτερον δικαστικόν κριτήν της Σμύρνης, ίνα συλλάβη τούτους και αποστείλη σιδηροδεσμίους, ορκισθείς ότι ως επανήρχοντο θα εκρέμα και τους τρεις και τον σύμβουλόν των, αν εμάνθανε ποίος ήτο. Ο ταχυδρόμος έφθασεν αυτούς εις τους ανεμομύλους της Σμύρνης. Επειδή όμως δεν εγνώριζεν αυτούς αντιπαρήλθεν. Αλλ’ ο Μάρκος, εννοήσας ότι μεταβαίνει δι’ αυτούς, έσπευσε και εισήλθεν εις την Σμύρνην και ευθύς ευρών εκεί πλοίον έτοιμον να αποπλεύση δια την Τεργέστην, του οποίου τον πλοίαρχον εγνώριζεν, επεβιβάσθη μετά της Μαρίας και του τέκνου. Ήτο δε τότε το σωτήριον έτος 1792. Όθεν, Θεού βοηθούντος, ηλευθερώθησαν από τους τόπους της ασεβείας. Αλλ’ επειδή και η Τεργέστη δεν ήτο τόπος προς μετάνοιαν, ο ψυχοσώστης Κύριος δεν συνεχώρησε να μεταβούν εκεί και ούτω, λόγω εμποδίων, ηναγκάσθησαν να αποβιβασθούν εις τας νήσους της Βενετίας, όπου, κατά την τάξιν της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας, εχρίσθησαν δια του Αγίου Μύρου και ηξιώθησαν να μεταλάβουν των Αχράντων Μυστηρίων. Μετά δε ταύτα ηκολούθησε και η ευλογία του γάμου. Η Θεία Γραφή έγραψε τας δύο μεγάλας αμαρτίας, τας οποίας έπραξεν ο βασιλεύς Δαβίδ. Ήτοι, την μοιχείαν μετά της συζύγου Ουρίου του Χετταίου και τον φόνον του Ουρίου υπ’ αυτού, του αθώου και πιστοτάτου δούλου αυτού. Αλλ’ έγραψε και την τελείαν μετάνοιαν του Δαβίδ, δια τας δύο ταύτας παρανομίας, εξ ης ο Δαβίδ κατέστη το μέγα παράδειγμα της μετανοίας εις όλους τους αιώνας. Και ημείς λοιπόν εγράψαμεν τα δύο ταύτα του Μάρκου παραπτώματα, την μοιχείαν και την άρνησιν, διότι έρχεται κατόπιν η θριαμβεύουσα μετάνοια, η τα νικητήρια κατά πάσης παρανομίας σαλπίζουσα και θαυμασίως εξαστράπτουσα δια των ρυάκων των μαρτυρικών αιμάτων. Διότι, καθώς εν τω Αγίω Βαπτίσματι ομού μετά του προπατορικού αμαρτήματος εκπλύνονται και όσαι προαιρετικαί ανομίαι ευρίσκονται εις τον άνθρωπον, εκ δε του ύδατος ανέρχεται νέος Αδάμ ο βαπτιζόμενος, ούτω και δια της ροής των μαρτυρικών αιμάτων, όλα, όσα ως άνθρωπος ήμαρτεν ο υπέρ Χριστού αθλών, αποκαθαίρονται και όντως υιός Θεού κατά χάριν αναγεννάται, ώστε, κατά τον Θεολόγον, δεν έχει πλέον φόβον να απολέση την αθωότητα από μεταγενέστερα αμαρτήματα. Όθεν αφού ούτως εισήλθον εις οδόν μετανοίας, ανεχώρησαν εκείθεν και πορευθέντες προς τα βόρεια έφθασαν εις τόπους ρωσικούς. Όμως παρ’ όλον ότι διήλθον εκ διαφόρων πόλεων και χωρών, εις ουδεμίαν έκριναν εύλογον να κατοικήσουν. Διότι κατ’ αρχάς η συναίσθησις της αρνήσεως ηνάγκασεν αυτόν να φύγη το ταχύτερον εκείθεν δια να επανέλθη εις την προτέραν του ευσέβειαν. Αφού λοιπόν τούτο εγένετο και εβάδιζεν ήδη εις την οδόν της μετανοίας, η θεία χάρις άνωθεν ενέπνευσεν εις την καρδίαν του Μάρκου τον λογισμόν του μαρτυρίου και αύτη ως αγαθή εδέχθη τον θείον σπόρον, του καιρού δε προϊόντος εβλάστησε και εκαρποφόρησεν. Αλλ’ η θεία χάρις δεν είναι μόνον σπέρμα, αλλά και το πυρ εκείνο, το οποίον ήλθεν ο Κύριος να σκορπίση εις την γην, ίνα θερμάνη τον κόσμον. Τούτο λοιπόν το ουράνιον πυρ, ως απέδειξαν τα γεγονότα, ήναψε φλόγα λαμπράν εις την καρδίαν του ευλογημένου Μάρκου και ούτω εις το εξής ουδέν άλλο ελογίζετο, ει μη μόνον τον υπέρ Χριστού θάνατον. Όθεν τούτον τον πόθον τρέφων εν τη καρδία αυτού, επέστρεψε πάλιν εις τους οθωμανικούς τόπους και πανταχού εξωμολογείτο και απεκάλυπτε τον σκοπόν του μαρτυρίου εις Αρχιερείς, Πατριάρχας και Πνευματικούς πατέρας. Αλλ’ άπαντες συνεβούλευον αυτόν να αποφύγη τούτο και να μη ριψοκινδυνεύση, διότι δυνατόν να σωθή δια της μετανοίας, ως ο Απόστολος Πέτρος, όστις, αν και τρις ηρνήθη τον Κύριον, δια μόνης της μετανοίας του εδέχθη αυτόν ο Ιησούς Χριστός και εδώρησεν εις αυτόν απ’ αρχής το αποστολικόν αξίωμα. Και έλεγον μεν καλώς οι Άγιοι εκείνοι Πατέρες, αλλά το πυρ της προς Χριστόν αγάπης ελάλει ενεργητικώτερον και δραστικώτερον εις την καρδίαν του ευλογημένου Μάρκου. Όθεν έλεγε: «Την ανομίαν μου εγνώρισα και την αμαρτίαν μου δεν εκάλυψα και πρέπει να κερδίσω τον Ιησούν δια του αίματός μου. Και από την απόφασίν μου ταύτην ουδέ ο κόσμος όλος θα δυνηθή να με αποτρέψη. Δια τούτο, σας παρακαλώ, να μη μου λέγετε πλέον αντίθετα εκείνου το οποίον έχω αποφασίσει». Ταύτα δε ηκούσαμεν ρητώς παρ’ αυτού λεγόμενα δια του ιδίου του στόματος και ημείς εδώ εις την Χίον, αφού πολλάκις τα είπεν εις άλλους. Όθεν πριν ή παραδώση προς Κύριον την μακαρίαν αυτού ψυχήν, ενεδύθη σάβανον αγιοταφικόν δια να λογίζεται τον εαυτόν του νεκρόν. Κατά τινα δε τρόπον έλεγε και ο Άγιος Ιερομάρτυς Μάρκος, μετά του Αποστόλου Παύλου: «Εγώ γαρ τα στίγματα του Κυρίου Ιησού εν τω σώματί μου βαστάζω». Λαβών όθεν την τελείαν απόφασιν ανεχώρησεν εκείθεν, ίνα μεταβή εις Νέαν Έφεσον. Διότι, ως έλεγε, μέγας τις διδάσκαλος είπεν εις αυτόν ότι όπου εποίησε την άρνησιν, εκεί πρέπει και να ομολογήση. Μη ευρών δε αμέσως πλοίον εξήλθεν εις την Χίον, όπου και συνηντήθη μετά πολλών παλαιών φίλων του και μεθ’ ημών παρέμεινεν ημέρας τινάς, έως ότου εύρη πλοίον δια την Νέαν Έφεσον. Τότε προσπαθήσαντες και ημείς να εμποδίσωμεν αυτόν να παραδοθή εις το μαρτύριον, ηκούσαμεν εκείνα τα οποία εγράψαμεν ανωτέρω. Ευρεθέντος δε πλοίου ανεχώρησε δια την Νέαν Έφεσον, σπεύδων να φθάση το συντομώτερον. Ως δε έφθασεν εκεί, μετέβη αμέσως εις συνάντησιν του πνευματικού του πατρός, του το πρώτον συμβουλεύσαντος αυτόν να έλθη εις μετάνοιαν. Εκείνος τότε, μαθών τον λογισμόν αυτού, ημπόδισεν αυτόν ουχί από του να προσέλθη εις το μαρτύριον, αλλά διότι θα επροξένει μέγαν όλεθρον, επειδή οι Αγαρηνοί ήσαν κατά των Χριστιανών πολύ εξηγριωμένοι λόγω της οικοδομήσεως της νέας Εκκλησίας και εκ του μαρτυρίου του Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου, το οποίον μόλις προ ολίγου ετελέσθη, ήτοι κατά τον μήνα Απρίλιον. Και ήσαν έτοιμοι, εάν εύρισκον μικράν αφορμήν, και την νέαν Εκκλησίαν να κρημνίσουν και άλλα πολλά κακά να πράξουν κατά των υποδούλων Χριστιανών. Με μεγάλην του λύπην ηναγκάσθη τότε ο Άγιος να υπακούση εις τους λόγους του πνευματικού. Όθεν επέστρεψε πάλιν εις την Χίον με στερεάν την απόφασιν να λάβη το ποθούμενον τέλος. Αφού δε μετέβη εκεί, έδειξε μεγάλην φρόνησιν ο ευλογημένος. Διότι, δια να μη προξενήση κακόν εις κανένα Χριστιανόν, δεν μετέβη εις τον οίκον ουδενός εκ των φίλων του, ουδέ εμφανώς συνανεστράφη κανένα γνώριμόν του, αλλ’ έμεινεν εις ένα τόπον απόκρυφον. Την δε πρωΐαν, ότε εξημέρωνε Κυριακή, μετέβη εις μίαν απόμερον Εκκλησίαν όπου ήκουσε τον Όρθρον και την θείαν Λειτουργίαν και εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Την ακόλουθον νύκτα, ενώ εξημέρωνε ημέρα Δευτέρα, δύο αδελφοί ιερωμένοι, μετά των οποίων είχε στενήν γνωριμίαν, εκάλεσαν αυτόν εις το κελλίον των και προσεπάθησαν να εμποδίσουν αυτόν από του μαρτυρίου λέγοντες: «Αδελφέ, μη λυπείσαι διότι δεν επέτυχες του ποθουμένου σου. Ο Θεός ο ερευνών τα βάθη των καρδιών γνωρίζει τον πόθον σου και σε ανταμείβει, ως να συνεπλήρωνες και δια του έργου το μαρτύριον, διότι είσαι Μάρτυς τη προαιρέσει. Λοιπόν αν θελήσης να σταθής έως εδώ, ικανώς επλήρωσες το χρέος σου. Όθεν εις το εξής άλλο τι δεν σοι αναγκαιοί, ει μη να φυλάττης ακριβώς τας εντολάς του Θεού. Αν δε θέλης, ημπορείς να μεταβής εις το Άγιον Όρος και εκεί να ζήσης εν ησυχία ζωήν αγίαν». Ταύτα και άλλα παρόμοια έλεγον προς τον Άγιον Μάρτυρα Μάρκον εκείνοι οι αδελφοί. Αλλ’ ούτος ο μακάριος μάλλον ησθάνετο ότι εκ της αποτυχίας εκείνης ήναψεν εντός της καρδίας του περισσότερον η φλοξ του θεϊκού πόθου και απεκρίθη: «Μη γένοιτο, αδελφοί, να σταθώ έως εδώ, διότι τούτο είναι δι’ εμέ η εσχάτη ζημία και δυστυχία. Διακαώς ποθώ να αποθάνω δια τον Ιησούν μου. «Την ανομίαν μου εγνώρισα και την αμαρτίαν μου ουκ εκάλυψα». Όθεν θέλω να εξαλείψω ταύτην δια του αίματός μου, αν δε ακόμη και τα κολαστήρια του αγίου Ιακώβου του Πέρσου κάμουν εις εμέ, έτοιμος είμαι να τα δεχθώ δια την αγάπην τού Σωτήρος μου». Ούτω διήλθε το περισσότερον μέρος της νυκτός με λόγους ψυχωφελείς, άσματα πνευματικά και αναγνώσεις βίων Μαρτύρων. Κατόπιν ανέγνωσαν το απόδειπνον. Μετά δε ταύτα ο Μάρκος ανέγνωσε μόνος την Ακολουθίαν της Αγίας Μεταλήψεως, μετά βαθείας κατανύξεως και δακρύων, ποιήσας πολλάς μετανοίας, μετά τας οποίας εκουράσθη και εκάθησεν, τότε δε κατέλαβεν αυτόν ελαφρός ύπνος. Και εφάνη εις αυτόν ωραιότατος νεανίας ειπών· «ήγγικεν η του θείου δαψιλής». Με τον λόγον δε τούτον ευθύς εξύπνησεν. Εισελθόντες τότε και οι τρεις εις την Εκκλησίαν ανέγνωσαν την Ακολουθίαν του Όρθρου, κατόπιν δε κοινωνήσας των Αχράντων Μυστηρίων και καλώς εμπλουτισθείς δια θείας δυνάμεως και λαβών τας ευχάς των αδελφών και αποχαιρετήσας τούτους, εξήλθε πάλιν μυστικώς, ούσης έτι σκοτίας. Συναντήσας δε καθ’ οδόν Εκκλησίαν ανοικτήν, εντός της οποίας ετελείτο η θεία λειτουργία, εισήλθεν εντός και μετά την απόλυσιν σταθείς προ της Δεσποτικής Εικόνος προσηύχετο θερμώς. Μετά δε το τέλος της θείας λειτουργίας επρόφερε τούτους τους προφητικούς λόγους: «Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός άκακος εναντίον του κείροντος άφωνος». Εξελθών του Ναού ο Άγιος διηυθύνθη εις τόπον παράμερον και εκεί εστάθη προσευχόμενος, έως ότου ανοίξη το κριτήριον. Ως δε ήνοιξε τούτο, έσπευσεν δρομαίως. Ως δε έφθασεν εις την θύραν, εποίησεν επ’ αυτού τρις το σημείον του σταυρού και κατόπιν εισήλθεν. Ηρώτησε τότε ένα της αυλής που είναι ο κριτής. Και εκείνος ωδήγησε τον μακάριον Μάρκον προς αυτόν. Τότε ο κριτής ηρώτησε τον Μάρτυρα: «Τι θέλεις; Τι ζητείς»; Απεκρίθη όθεν ο Μάρτυς: «Ήμην Χριστιανός, Μάρκος το όνομά μου. Κατάγομαι από την Θεσσαλονίκην και εγεννήθην εις την Σμύρνην από γονείς Χριστιανούς. Προ αρκετών χρόνων, τυφλωθείς κατά τον νουν, ηρνήθην, φεύ! την πίστιν μου την αγίαν και εδέχθην την ιδικήν σας την βρωμεράν. Κατόπιν με ηλέησεν η χάρις του Θεού και ήνοιξε τους οφθαλμούς της ψυχής μου και τότε ηννόησα την πλάνην εις την οποίαν έπεσα. Ήλθον λοιπόν σήμερον εδώ, δια να ομολογήσω ότι έσφαλα, εγκαταλείψας το φως και ακολουθήσας το σκότος». Ταύτα δε λέγων, εξήγαγεν εκ του κόλπου του ένα σταυρόν και ησπάσθη αυτόν συνεχίσας: «Αύτη είναι η πίστις η αληθινή και Θεόν αληθινόν Ποιητήν του σύμπαντος κόσμου ομολογώ τον Ιησούν Χριστόν, τον καταδεχθέντα να σταυρωθή ως άνθρωπος δια τας αμαρτίας μου, την δε ιδικήν σας θρησκείαν απορρίπτω ως ψευδή και απατηλήν, καθώς απορρίπτω και τούτο το οποίον είναι σημείον της πλάνης σας». Συγχρόνως δε έρριψε κατά γης το σαρίκιον, το οποίον έφερεν εις την κεφαλήν και αντί εκείνου εφόρεσε σκούφον αγιορείτικον. Tαύτα ακούσαντες ο τε κριτής και οι παρευρισκόμενοι εξεπλάγησαν σφόδρα. Ηρώτησεν όμως ο κριτής τον Μάρτυρα. Τι είναι αυτά τα οποία λέγεις, άνθρωπε; Έχασες τας φρένας σου; Όχι, απεκρίθη ο Μάρτυς, πολύ καλώς έχω εις τον νουν μου και δια τούτο ομολογώ ότι επλανήθην.         –Μήπως είσαι μεθυσμένος; Συνέχισεν ο κριτής.                                                                   –Όχι, αλλ’ αντιθέτως είμαι τελείως νήστις, είπεν ο Μάρτυς.                                                 –Πρόσεξον καλά, είπεν ο κριτής εν οργή. Διότι κινδυνεύεις να πάθης πολλά και ουδέ από θάνατον δεν θελεις αποφύγει.                                                                                           –Είθε, απεκρίθη ο Μάρτυς με σταθερότητα. Εγώ δια τούτο ήλθον εδώ και είμαι έτοιμος να υπομείνω όλα τα βασανιστήρια δια τον Χριστόν μου.                                                      Τότε ο κριτής ήρχισε να ομιλή κολακευτικώτερον προς τον Μάρτυρα.                               –Ζήτησόν μοι ό,τι θέλεις, παιδί μου, και είμαι πρόθυμος να σοι προσφέρω ό,τι θελήσης, έλεγεν ο κριτής. Αλλ’ ο μάρτυς απεκρίθη:                                                               --Μίαν χάριν σου ζητώ. Να με αποστείλης εις τον Ιησούν Χριστόν μου. Ζητώ δε τούτο και ποθώ να προσφέρω το αίμα μου δια τον Ιησούν, τον Πλάστην μου, διότι ελύπησα αυτόν πολύ με την άρνησίν μου.                                                                                             Δεν έλεγε δε ταύτα με φωνήν τεταραγμένην, αλλά μετά γενναιότητος, παρρησίας μεγάλης και φρονήματος αφόβου, ώστε τους πάντας εξέπληξε. Όθεν ο κριτής παρέδωσεν αυτόν εις τον φρούραρχον δια να τον κέίση εις την φυλακήν. Οι δε υπηρέται παραλαβόντες αυτόν, έλεγον καθ’ οδόν: «Άνθρωπε, έλα εις τον εαυτόν σου και ό,τι έχεις ανάγκην θα σου δώσωμεν. Και χρήματα και ενδύματα και ό,τι, άλλο θέλεις». Αλλ’ ο Μάρτυς απεκρίνετο: «Όλα ταύτα είναι μάταια και φθαρτά. Κρατήσατε λοιπόν ταύτα δια τον εαυτόν σας. Διότι εγώ ουδέν άλλο ζητώ, παρά να με αποστείλετε όσον το δυνατόν συντομώτερον προς τον Χριστόν μου».                             Έρριψαν λοιπόν τον Μάρτυρα εις την φυλακήν, τους δε πόδας αυτού συνέσφιγξαν δια της ποδοκάκης. Είχε δε ο μακάριος φωνήν μελωδικήν και λίαν ευχάριστον και ούτω συχνά συνήθιζε να ψάλλη ειρμούς και άλλους ψαλμούς. Κυριευθείς όθεν και τότε υπό θείας κατανύξεως και χαράς πνευματικής, διότι ηξιώθη παρά Κυρίου να πάσχη υπέρ του θείου Αυτού ονόματος, ήρχισε να ψάλλη ύμνους προς την Κυρίαν Θεοτόκον, λέγων συχνάκις: Δόξα σοι ο Θεός. Ο δε αρχιφύλαξ των φυλακών, όστις εκάθητο έξω της φυλακής με τους φύλακας, ήτο άνθρωπος υπερήφανος και κακόγνωμος και δεν υπέφερεν, ως άλλη ασπίς, να ακούη την γλυκυτάτην του Μάρτυρος ψαλμωδίαν, ψάλλοντος ουχί ως να ευρίσκετο εν τη φυλακή και εν βασάνοις, αλλ’ ως εις χαροποιόν συμπόσιον. Όθεν ήνοιξεν εν οργή την φυλακήν και είπεν εις τον Μάρτυρα με τρόπον βίαιον: «Τραγουδείς, κακομοίρη»; Έπειτα ανοίξας το ξύλον ήνοιξε και τα σκέλη του Μάρτυρος τόσον όσον δεν ήτο δυνατόν πλέον να ανοίξουν και εκεί με βίαν πολλήν ήνοιξε τους αγίους αυτού πόδας. Τούτο κατά την γνώμην ιατρού τινός και καθώς δύναται τις να εννοήση ήτο σκληρότατον βασανιστήριον, διότι έπασχε σφοδρώς το ιερόν οστούν. Μετά δε τούτο ελάκτιζε τον Μάρτυρα με μανίαν πολλήν όπου εύρισκεν, εις την κεφαλήν, εις το στήθος, εις την κοιλίαν, εις τον λαιμόν. Xριστιανοί δε τινές, εκ φιλομάρτυρος διαθέσεως, εισήλθον εις την φυλακήν και ιδόντες και ακούσαντες τα γενόμενα, διηγήθησαν εις ημάς άπαντα. Εκείνοι δε εμέτρησαν και τα τριάκοντα βάρβαρα λακτίσματα, τα οποία υπέστη ο Μάρτυς, κατόπιν των οποίων έπτυεν αίμα. Ενώ δε ελάκτιζεν ο βάρβαρος εκείνος, έλεγε μετά μίσους εις τον Άγιον Μάρτυρα Μάρκον: Εγώ θα σου κόψω την κεφαλήν. Όμως ο μακάριος ούτος υπομένων πάντα μετά χαράς έλεγε: Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, διότι ηξίωσας εμέ τον ταπεινόν να πάσχω δια το όνομά Σου το άγιον. Ότε δε έφυγεν εκείνος ο κατάρατος, είπεν ο Μάρτυς προς τους παρόντας: «Ηκούσατε, αδελφοί, τι ηπείλησεν ούτος ο ασεβής. Όμως αυτός δεν θέλει μου κόψη την κεφαλήν, διότι αυτού θα κοπούν οι πόδες. Τι δε εννοούσεν ο Μάρτυς ειπών, κοπήν των ποδών, άδηλον είναι. Κατόπιν πάλιν έψαλλε: Δόξα σοι ο Θεός. Δόξα σοι, ποιητά του παντός! Μετά ταύτα εισήλθεν εις την φυλακήν άνθρωπος του κριτού και ηρώτησε τον Μάρτυρα: «Συ είσαι εκείνος όστις ηρνήθη την πίστιν μας; Εγώ είμαι, απεκρίθη ο Μάρτυς. Και αναθεματίζω και σε και τον αρχηγόν της πλάνης σας.  Ως δε έτερος ειρωνεύθη τον Μάρτυρα δια την αγίαν αυτού πίστιν, εκείνος απήντησεν: «Κακά και ψυχρά να γίνης και συ και η πίστις σας και ο αρχηγός της πίστεώς σας». Ούτως, εκείνοι μεν υβρίσαντες ανεχώρησαν, ο δε Μάρτυς πάλιν ηυχαρίστει και εδόξαζε τον Θεόν εν βαθεία κατανύξει, δεόμενος και παρακαλών ακαταπαύστως την αγαθότητα Αυτού να αξιώση αυτόν να φέρη εις πέρας τον ποθούμενον αγώνα το συντομώτερον. Την Δευτέραν, προς το εσπέρας, ηπείλησεν ο αρχιφύλαξ αγρίας κατά του Μάρτυρος βασάνους, τας οποίας ακούσαντες οι εντός της φυλακής Χριστιανοί, υπό συμπαθείας κινούμενοι, παρεκάλουν μετά δακρύων τον πολυεύσπλαγχνον Θεόν να ενισχύση άνωθεν τον Μάρτυρα. Ο λόγος των τοιούτων φρικτών απειλών του αρχιφύλακος δεν ήτο ζήλος προς την βδελυράν του θρησκείαν, αλλά διότι εξηρεθίσθη εκ των λόγων του Μάρτυρος, όστις έλεγεν εις αυτόν: «Εμέ λέγεις ελεεινόν, διότι ηρνήθην την μυσαράν θρησκείαν των Αγαρηνών και δεν είσαι συ ελεεινός, όστις ηρνήθης την αγίαν σου πίστιν και υπερμαχείς δια την σκοτεινήν και βρωμεράν πίστιν των Αγαρηνών, την οποίαν επροτίμησες; Δεν έρχεσαι εις αίσθησιν, ταλαίπωρε; Δεν έλεγον τον πατέρα σου Δημήτριον και την μητέρα σου Αγγελούν»; Όμως ο αγωνοθέτης Θεός δεν συνεχώρησε να πραγματοποιηθή η βάρβαρος βουλή του ασεβούς, διότι ούτος ημποδίσθη από άλλο περιστατικόν. Ο δε Άγιος Μάρτυς Μάρκος, καθ’ όλην την νύκτα της Τρίτης, ευρίσκετο εις μεγίστην κατάνυξιν και έψαλλεν αδιαλείπτως ειρμούς και τροπάρια. Κατόπιν είπεν εις τινα νεανίαν όντα πλησίον αυτού, ονόματι Χαραλάμπην: Γνωρίζεις, Χαραλάμπη, το τροπάριον: «Χθες συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ»; Το γνωρίζω, απεκρίθη ο νέος. Ειπέ μοι το, είπεν ο Μάρτυς. Έλεγε λοιπόν ο Χαραλάμπης τούτο το τροπάριον και έψαλλεν ο Μάρτυς. Μετά ταύτα, κατά παράκλησιν του Μάρτυρος, το έψαλλε και αυτός. Και πάλιν ο ευλογημένος παρεκάλει τον Κύριον, λέγων: «Τάχυνον, Κύριε, τάχυνον Σε παρακαλώ. Πότε επί τέλους θα τελειώσω τον προκείμενον εις εμέ αγώνα και θα έλθω εις την Βασιλείαν Σου». Προς τα εξημερώματα της Τρίτης κατέλαβε τον Άγιον Μάρτυρα ύπνος ελαφρός. Και ιδού, βλέπει τρεις νέους ωραιοτάτους, χρυσοστολισμένους, εφίππους επί τριών ωραίων και εστολισμένων ίππων, οίτινες έσυρον έτερον ίππον όμοιον κατά την ωραιότητα και τον στολισμόν προς τους ιδικούς των ίππους, αλλ’ άνευ ιππέως. Εφάνη τότε εις τον Μάρτυρα ότι ανεβίβασαν αυτόν επί του ίππου εκείνου. Και οι μεν ωραίοι νεανίαι εβάδιζον εμπρός, ούτος δε ηκολούθει. Και εφώναζον εκείνοι: Εμπρός, σπεύσον δια να μας φθάσης. Μετά δε ταύτην την οπτασίαν εξύπνησεν έμπλεως χαράς και διηγήθη εις τους παρόντας τα οραθέντα. Άπαντες τότε καλώς έκριναν, ότι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν οι εμφανισθέντες και εκάλουν οι όμοιοι τον όμοιον. Αλλά ποίοι τάχα να ήσαν; Πιθανώς, λέγομεν, να ήσαν οι Άγιοι Μάρτυρες Πολύδωρος εκ Νέας Εφέσου, Νικήτας και Νικόλαος οι εν Χίω μαρτυρήσαντες. Διότι και των αγών τούτων Μαρτύρων τα λείψανα και τας εικόνας προσεκύνησε και τους οφθαλμούς αυτού επέθηκεν επ’ αυτών παρακαλών θερμώς να παραλάβουν αυτόν εις την συνοδείαν των. Όθεν βεβαίως λέγομεν, ότι εκείνοι ήσαν και ήλθον ίνα εμβάλουν θάρρος και ισχύν εις την καρδίαν αυτού. Την αυτήν ημέραν Τρίτην, κατά το απόγευμα, ο Άγιος Μάρτυς ωδηγήθη, κατά προσταγήν του κριτού, εις δευτέραν εξέτασιν. Οι υπηρέται τότε του σκότους, οίτινες εστάλησαν δια να συνοδεύσουν τον Μάρτυρα, έδειξαν την συνήθη των βαρβαρότητα, διότι έσυρον αυτόν βιαίως και απώθουν με πολλήν απανθρωπίαν. Ενώ δε εβάδιζον προς το κριτήριον, διήλθον έξωθι της Εκκλησίας του Αγίου Ευστρατίου και ο Μάρτυς, ευλαβούμενος έκυψε και ησπάσθη τον τοίχον του Ναού. Ευθύς όμως ο απάνθρωπος αρχιφύλαξ ώθησεν αυτόν αποτόμως και ο Μάρτυς έπεσε πρηνής και ετραυματίσθη. Κατόπιν δια χονδρής ράβδου εκτύπα τον Μάρτυρα ανηλεώς καθ’ όλον αυτού το σώμα και καθ’ όλην την διαδρομήν. Όμως το αρνίον του Χριστού, αν και φρικτώς υπέφερεν από τους ραβδισμούς, ουδέ την παραμικράν λέξιν εξέβαλλεν εκ του στόματος αυτού. Ως δε έφθασεν εις το κριτήριον, είπεν εις τον Μάρτυρα ο κριτής της αδικίας: «Εσυλλογίσθης καλά; Ήλθες εις τα λογικά σου; Συλλογίσου, ότι μετά την τρίτην φοράν σε αναμένει ο θάνατος». Αλλ’ ο Μάρτυς, ενδυναμούμενος υπό της χάριτος του Θεού, απεκρίθη μετά θάρρους: «Ήμην και είμαι καλά εις τα λογικά μου και δια τον θάνατον ήλθον εδώ. Αυτόν ζητώ και αυτόν ποθώ».                                                               –Τι ηννόησες, ειπέ μας, από την ματαίαν σου πίστιν; Είπεν ο κριτής. Ο δε Μάρτυς με θαυμαστήν τόλμην απεκρίθη:                                                                                                    --Ματαία και ψευδής είναι η ιδική σας πίστις. Τον Χριστόν μου, τον γλυκύτατόν μοι Ιησούν ποθώ, μεθ’ όλης της ψυχής μου.                                                                                 –Κακώς θα σε βασανίσω, είπε μετ’ οργής ο κριτής.                                                               –Από τον Ιησούν μου ούτε πυρ, ούτε μάχαιρα, ούτε καμμία άλλη βάσανος δύναται να με χωρίση, απεκρίθη ο Μάρτυς μετά γενναιότητος. Τότε ο κριτής ηθέλησε πάλιν να κολακεύση τον Άγιον Μάρτυρα, ειπών: Μήπως στερείσαι ενδυμάτων ή χρημάτων; Μείνε εις την ιδικήν μας πίστιν, ήτις είναι καλή. Δεν βλέπεις τόσους αγάδες και τόσους αξιωματούχους; Επειδή η πίστις είναι καλή και εδώ καλώς ζώμεν και έχομεν εξουσίαν και εις τον παράδεισον θα είμεθα ακόμη καλλίτερα. Τότε ο μακάριος Μάρτυς επέδειξε μέγιστον θάρρος και μεγίστην παρρησίαν, λαβών δε τον λόγον, ούτως απήντησεν εις τον κριτήν: Οδηγέ του σκότους και πάσης ανομίας διδάσκαλε, δεν αισχύνεσαι, ταλαίπωρε, να λέγης τοιαύτας φλυαρίας; Μία είναι η πίστις των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών. Τον Ιησούν Χριστόν μου εγώ κηρύττω Θεόν αληθινόν και Εκείνον ποθώ. Οι δε παρόντες ασεβείς, τοιαύτας αποκρίσεις ακούσαντες από του στόματος του καταδίκου, ώρμησαν ευθύς εναντίον του μεθ’ όλης της μανίας και κτυπώντες και ωθούντες αγρίως εκρήμνισαν αυτόν εκ της κλίμακος. Ο δε κατάρατος αρχιφύλαξ καθ’ όλην την οδόν ερράβδιζεν αυτόν και έδιδε κολάφους εις την κεφαλήν του. Κατόπιν τόσον ήνοιξε τα σκέλη του Μάρτυρος, ώστε μη δυνάμενος να προσαρμόση εντός των σχισμών τους πόδας του, έκλεισε τούτους με πολλήν βίαν, ώστε κατεπληγώθησαν και πόνους δριμυτάτους ησθάνετο εκ τούτου ο αοίδιμος. Τότε ο Άγιος Μάρτυς είπεν εις τον αρχιφύλακα. Αν εγνώριζες, ταλαίπωρε, που υπάγω, ήθελε σηκώσης το ξύλον τούτο και με ακολουθήσης. Τότε εκείνος πάλιν εκτύπησε τον Μάρτυρα δια πολλών λακτισμάτων με όλην την απανθρωπίαν και εις όλα τα μέρη του σώματος και με πλαγίαν την σπάθην τον κατεσπάθιζεν αλύπητα, ενώ ο Μάρτυς έλεγε: Κτυπάτε, όσον δύνασθε. Δια την αγάπην του Ιησού μου, έτοιμος είμαι να δεχθώ όλα τα μαρτύρια. Ακαταπαύστως δε εδόξαζε τον Θεόν, ο μακάριος, λέγων: Δόξα Σοι Βασιλεύ του ουρανού και της γης, ο αξιώσας με να λάβω δια το όνομά Σου το Άγιον τοιαύτας τρυφάς. Και αν και ευρίσκετο εις τοιαύτην φρικτήν κατάστασιν, έψαλλε χαίρων τους ύμνους της Κυρίας Θεοτόκου και το «Παίδας ευαγείς εν τη καμίνω», συχνάκις δε έλεγε. Δέξαι με, Κύριε, τον αρνητήν. Την Τρίτην, προς το εσπέρας, εισήλθεν εις την φυλακήν εις Χριστιανός πολύ φιλομάρτυς, Φραγκούλης το όνομα, ο οποίος ήτο και οικείος του φρουράρχου και ούτος έφερεν ασπασμούς προς τον αθλητήν του Χριστού εκ μέρους στενών φίλων του και ανήγγειλεν εις τον Μάρτυρα ότι εκτενώς παρακαλούν τον Θεόν να τον ενισχύση, ίνα υπομείνη μέχρι τέλους. Ο Μάρτυς τότε απεκρίθη: Προσκύνησον εκ μέρους μου όλους αυτούς και τους ευχαριστώ δια τας φροντίδας τας οποίας λαμβάνουν δια την σωτηρίαν μου. Και ειπέ εις αυτούς να έχουν ήσυχον την καρδίαν και να μη φοβώνται καθόλου, διότι κρατώ υψηλά την σημαίαν του Χριστού. Ούτως απεκρίθη. Καθ’ όλην δε την νύκτα εδείκνυε μεγάλην χαράν και είπε προς τους παρόντας. Αδελφοί, χαίρετε, διότι αύριον τελείται ο γάμος μου. Και επειδή τινες έκλαιον, επέπληξεν αυτούς και ωνείδισεν, ειπών, ότι δεν κάμνουν καλά να λυπώνται και να κλαίουν δια την ιδικήν του χαράν, διότι τότε μόνον θα είχον θέσιν τα δάκρυα, όταν παρεξέκλινεν εις την οδόν της απωλείας. Αλλά τώρα, είπεν, ότε μεταβαίνω δια να απολαύσω τον γλυκύτατον Ιησούν, δεν αρμόζουν λύπαι και δάκρυα. Ταύτα δε είπε άλλοτε και εις άλλους πριν ή ακόμη παρουσιασθή εις το κριτήριον. Και πάλιν εξηκολούθει να ψάλλη τους ύμνους της Θεοτόκου και τα παρόμοια και δεν έπραττε τίποτε άλλο, ει μη να αποδίδη ολοψύχους ευχαριστίας προς τον Κύριον, τον αξιώσαντο αυτόν να πάθη δια το όνομα Αυτού, παρακαλών την αγαθότητά Του να απολαύση και το ποθούμενον τέλος. Ούτω προχωρούσης της νυκτός απεκοιμήθη ολίγον και ιδού εφάνη εις αυτόν, ως να ευρέθησαν ομού εις τινα γνωστόν τόπον, αυτός, η πνευματική του αδελφή και το παιδίον. Και τότε βλέπει ένα ωραιότατον και λαμπροφόρον νεανίαν, ο οποίος ήλθε και εκάλυψε και τους τρεις με χρυσήν σκέπην. Τότε εξύπνησε και διηγήθη εις τους παρόντας το όραμα. Τι δε εδήλου εκείνη η σκέπη; Έκαστος εννοεί, ότι και οι τρεις κάτωθεν της θείας σκέπης ευρίσκοντο. Ημέρας δε γενομένης, προσευχηθείς εν κατανύξει και ειπών όσα εγνώριζεν, μετέλαβε το εφόδιον του ουρανίου δρόμου, ήτοι την θείαν κοινωνίαν των Αχράντων Μυστηρίων δια χειρός ιερέως τινός, όστις κατά τύχην ευρέθη εις την φυλακήν. Διότι εις αδελφός ιερομόναχος έξωθεν εφρόντιζε δια την ετοιμασίαν της θείας κοινωνίας και την Τρίτην και την Τετάρτην. Ώστε, κατά σειράν, ο μακάριος και την Κυριακήν και τας ακολουθούσας ημέρας εκοινώνει του θείου δώρου, ενισχυόμενος εις τον προκείμενον αγώνα τελειότατα. Κοινωνήσας λοιπόν και ευχαριστήσας, παρέμενε προσδοκών την κλήσιν. Ακόμη δεν είχον φθάσει οι απεσταλμένοι και ο άγιος Μάρτυς είπεν: Ιδού ήγγικεν η ώρα, αδελφοί. Συγχωρείτε μοι και εύχεσθε υπέρ εμού. Προσκυνήσατέ μοι τον τάδε και τον τάδε εξ ονόματός μου, τους οποίους εγνώρισα πράγματι αδελφούς και πατέρας και ζητώ τας ιεράς των ευχάς. Ταύτα δε έτι λέγοντος έφθασαν οι υπηρέται της πλάνης και ήνοιξαν την θύραν. Με την συνήθη δε εις αυτούς βαρβαρότητα και θυριώδη ορμήν, εξέβαλον τον Μάρτυρα από του βασανιστικού ξύλου και πάλιν δέροντες, ωθούντες βιαίως και υβρίζοντες και παν είδος θυμού δεικνύοντες, ωδήγησαν δια τρίτην ήδη φοράν εις το κριτήριον. Ήτο μία η ώρα και ακόμη μίαν ώραν ανέμενεν εντός του κριτηρίου, επειδή επερίμεναν και άλλους αγάδες, ειδικώς δε τον πρώτον κριτήν. Είναι δε πρέπον να αναφέρω την κλίσιν, την αγάπην και την εγκάρδιον ζέσιν του χριστεπωνύμου λαού, την οποίαν επέδειξαν προς τούτον τον ευλογημένον Μάρτυρα του Χριστού. Η είδησις αύτη, ήτοι της του Μάρκου υπέρ Χριστού αθλήσεως, εκοινολογήθη εις όλην την πόλιν. Όθεν πολλοί Χριστιανοί φιλομάρτυρες, ευθύς από της πρώτης ημέρας, ήρχισαν να νηστεύουν δεόμενοι τω Αγίω Θεώ να ενισχύση τον αθλητήν Αυτού, ίνα τελειώση καλώς τον αγώνα του. Πολλαί Εκκλησίαι ετέλουν λειτουργίας και έψαλλον πολλοί ιερείς παρακλήσεις υπέρ ενισχύσεως του νέου αθλητού. Πάντες δε οι Χριστιανοί ευρίσκοντο εις τοιαύτην φροντίδα και όλων αι καρδίαι έτρεμον, έως ότου ιδούν το επιθυμητόν και ευκταίον τέλος, να νικήση δηλαδή η δύναμις του Εσταυρωμένου επί της ασθενείας της σαρκός. Και τούτο εγένετο δια της χάριτος του Χριστού. Διότι, τέλος πάντων, και την τρίτην φοράν ο Μάρτυς ευρέθη σταθερός και αμετάθετος εις την καλήν του ομολογίαν και δια της λαμπράς και μετά παρρησίας αποκρίσεως δια των θεοσόφων λόγων του κατήσχυνε τους προστάτας της πλάνης. Απελπισθέντες όθεν τελείως οι δυσσεβείς, κοινή γνώμη έκριναν αυτόν ένοχον θανάτου και απεφάσισεν ο κριτής τον δια ξίφους θάνατον. Εξήλθε λοιπόν ο αριστεύς από το κριτήριον, θαύμα εξαίσιον, διότι όχι μόνον ουδέν εδείκνυε σημείον σκυθρωπότητος και φόβου θανάτου, αλλά μάλιστα εφαίνετο όλος φαιδρός, όλος χαρίεις. Ταύτην την του Μάρτυρος λαμπράν παρρησίαν διηγούνται, όχι μόνον οι ομόπιστοι Χριστιανοί, αλλά εμαρτύρησαν και αυτοί οι εχθροί της πίστεως, Φράγκοι και Αγαρηνοί. Διότι ενώ ήσαν αι χείρες αυτού δεδεμέναι όπισθεν, εκρατείτο εκ δεξιών και εξ αριστερών από τους Τούρκους, ήσαν καταπληγωμένοι οι πόδες του και όλον το σώμα τετραυματισμένον, όμως μετά τόσης χαράς έσπευδεν εις την σφαγήν, ώστε τρόπον τινά εφαίνετο ως να μη επάτει εις την γην. Αληθώς «οίδε και πολέμιος ανδρός αρετήν θαυμάζειν», κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον. Οι δε δήμιοι, οίτινες εκράτουν τον Άγιον Μάρτυρα, εμαρτύρησαν τούτο το παράδοξον. Αλλά διαστρέψαντες την αλήθειαν, είπον ότι οι διάβολοι ανύψωνον τον Μάρτυρα εις τον αέρα. Τόσον έσπευδεν. Οι δε ευσεβείς και φιλομάρτυρες Χριστιανοί, αν και κατά την συνήθειαν εις τοιαύτας στιγμάς απεμακρύνοντο έξω της πόλεως, όμως πλήθος πολύ συνηθροίσθη εις την αγίαν ταύτην θεωρίαν, άπαντες δε ηύχοντο μετά δακρύων, άλλοι μεν βοώντες, Κύριε, ελέησον, άλλοι, Κύριε, ενδυνάμωσον τον δούλον Σου και άλλοι, κατάπεμψον, Κύριε, την βοήθειάν Σου εις τον Μάρτυρά Σου. Όθεν η συνδρομή και η ορμή του χριστεπωνύμου τούτου λαού εστάθη αξιοσημείωτος. Ούτε ο αεχιφύλαξ, ούτε οι φύλακες, ούτε αυτός ο ίδιος ο Μουσελήμ αγάς, οίτινες κατεδίωκον αυτούς με ξύλα και με πέτρας, ηδυνήθησαν να τους διασκορπίσουν, αλλά φεύγοντες από εν μέρος, έτρεχον και επλησίαζον από το άλλο και δια παντός τρόπου επλησίαζον εις τον τόπον του μαρτυρίου δια να ίδουν την αληθή νίκην του αοιδίμου, έως ότου είδον οι οφθαλμοί αυτών την παρά Κυρίου σωτηρίαν του Μάρτυρος και εδόξασαν από ψυχής τον αγωνοθέτην Χριστόν. Δεν αναφέρω δε το πλήθος το οποίον παρετήρει άνωθεν των πλησίων στεγών και εκ των τειχών του Κάστρου, μεταξύ των οποίων ήσαν και Τούρκοι και Εβραίοι και έβλεπον άπαντα τα γενόμενα. Φθάσαντες λοιπόν εις τον ωρισμένον τόπον, μακράν από το κριτήριον έως λίθου βολήν, εστάσθησαν. Ο δε Άγιος Μάρτυς, πλήρης φαιδρότητος και θείας χάριτος, μόνος, χωρίς προσταγήν, εγνάτισε και μόνος έκυψε την κεφαλήν, ειπών εις τον δήμιον: Κτύπα καλά! Ω της θαυμασίας σου γενναιότητος λαμπρότατε του Χριστού αθλητά Μάρκε. Ο δήμιος τότε εκτύπησεν ορμητικώς δια του ξίφους, αλλά με τον πρώτον ξιφισμόν δεν απετμήθη η κεφαλή ή από απειρίαν, διότι ήτο σωματοφύλαξ του αγά και όχι δήμιος την τέχνην, ή από δειλίαν και έπεσε το ξίφος από των χειρών του εις την γην. Ο δε Μάρτυς έπεσε πλησίον του και έμενεν ακίνητος, χωρίς να ταραχθή, χωρίς να σπαράξη ή να κινήση τον πόδα ή άλλο μέλος του σώματος, όπερ τη αληθεία παράδοξον. Τότε ο δήμιος ήρπασε και πάλιν το ξίφος και αναπνέοντος έτι του Μάρτυρος εκτύπησεν αυτόν δι’ εξ ακόμη ξιφισμών με πολλήν ταχύτητα και μανίαν. Ούτως ο γενναίος, αήττητος και πανεύφημος Μάρτυς έτυχε του ποθουμένου και μακαρίου τέλους τη ε΄ (5η) του μηνός Ιουνίου, ημέρα της εβδομάδος Τετάρτη, ώρα Δευτέρα της ημέρας και λαβών παρά του αγωνοθέτου Χριστού τον στέφανον της αθλήσεως συνηριθμήθη μετά Ιακώβου του Πέρσου, μετά Μείρακος του Αιγυπτίου, μετά Παγχαρίου του Ρωμαίου και πάντων των ομοιοπαθών και την ήτταν λαμπρώς αναπαλαισάντων και δοξασθέντων, τη αληθεία, παρά Θεού, του αδεκάστου των απάντων κριτού. Τις δε δύναται να διηγηθή την χαράν και την ευφροσύνην του φιλοχρίστου λαού, όταν είδον ότι εσάλπισεν ο αθλητής τα νικητήρια; Ομοφώνως άπαντες εδόξαζον τον Θεόν και όλων, ανδρών και γυναικών, εσκίρτησαν αι καρδίαι. Πολλοί ιερείς και λαϊκοί εις Ναούς Αγίους εισελθόντες, έψαλλον άσματα μαρτυρικά και ανέπεμπον, εν κατανύξει ψυχής, ευχαριστίας προς τον Θεόν, τον υψώσαντα και μεγαλύναντα την αγίαν Του πίστιν ενώπιον των αθέων τυράννων, δια της καλής και λαμπράς μαρτυρίας του ιδίου θεράποντος. Το δε υπόλοιπον της ημέρας διήλθον αργοί, εορτήν τελείαν τελέσαντες και άνδρες και γυναίκες διηγούμενοι προς αλλήλους τους του θείου Μάρτυρος αγώνας και τα κατορθώματα. Αλλά ταύτα μόνον; Όχι. Διότι, υπό του θείου πόθου και ευλαβείας κινούμενοι, εδόθησαν με ακράτητον ορμήν εις την καλήν και σωτήριον φροντίδα, η δε φιλαργυρία ημέρωσε την αγριότητα των δημίων. Ούτως οι Χριστιανοί δια να αποκτήσουν κάτι εκ του Μάρτυρος, άλλοι ελάμβανον αίμα, άλλοι τεμάχια του ενδύματός του και άλλοι μέρη του μαρτυρικού σώματος, αποκοπέντα υπό της σπάθης, δίδοντες όσα οι βάρβαροι εζήτουν δια κάθε τι εκ των ιερών κειμηλίων, σχεδόν δε οίκος χριστιανικός δεν έμεινεν, όστις να μη έχη τον θείον Μάρκον φύλακα προστάτην και αντιλήπτορα δια της μαρτυρικής αυτού χάριτος συντόμως ειπείν. Όλοι δε ομολογούν ό,τι εγένετο δια τον Άγιον τούτον Μάρτυρα και ο ενθουσιασμός όλης της πόλεως ούτε εις τον Νισύριον Νικήταν παρουσιάσθη, ούτε εις τον Χίον Νικόλαον αργότερον. Σημείον δε, προς τοις άλλοις, και τούτο. Ότι οι δυνάσται τα τίμια εκείνων λείψανα έρριψαν εις την θάλασσαν, επειδή ίσως να μη εκινήθησαν οι τότε Χριστιανοί. Τούτου δε το ιερόν σώμα, δια χρημάτων και πολλών φροντίδων εκέρδισαν οι Χριστιανοί και εις ιερόν τόπον μυστικώς εναπέθεσαν. Μαρτυρείται δε υπό πάντων και ουδείς ας μη αμφιβάλλη, ότι όπου ευρίσκεται ή μερίς του τιμίου αίματος ή μέλος των λειψάνων τού Αγίου ή τμήμα του σαβάνου ή άλλου τινός ιματίου άπαντα εκπέμπουσιν ευωδίαν άρρητον και ασύγκριτον προς πάσαν ευωδίαν. Αλλά και ιάσεις πολλαί παρά πολλοίς τελούνται, αίτινες είναι μεν αληθώς θαύματα, λέγονται δε υπό των διδασκάλων της Εκκλησίας θαύματα δευτέρου βαθμού. Διότι, πρώτου βαθμού είναι εκείνα τα οποία λέγονται θαύματα κατ’ ουσίαν, επειδή είδος είναι η ομμάτωσις των εκ γενετής τυφλών, η ανάστασις των νεκρών και όσα φυσικώς είναι αδύνατον να γίνουν. Δευτέρου δε βαθμού θαύματα λέγονται εκείνα τα οποία κατά τέχνην δύνανται να τελεσθούν. Ως παραδείγματος χάριν ο πυρετός και κατά την τέχνην και κατά την φύσιν δύναται να παύση, αλλά με τον καιρόν. Αλλά το να σταματήση ευθύς και με ένα λόγον και να ιατρεύεται τις, ως η πενθερά του Απ. Πέτρου, τούτο μόνον η θεία δύναμις δύναται να ενεργήση και ουδείς άλλος. Τοιαύτα λοιπόν θαύματα ενήργει ο Θεός, δια του θεράποντος αυτού Μάρκου, όχι δε ολίγα, αλλά πάμπολλα και συνεχώς, ίσως δια να φράξη κακοφρόνων τινών τα απύλωτα στόματα, τα τολμώντα να λαλούν αδίκως εναντίον της υπέρ φύσιν καρτερίας και αντιστάσεως αυτού. Όθεν εκ τούτων των του Αγίου Μάρτυρος θαυμάτων θέλομεν διηγηθή τα μάλλον εξηκριβωμένα, εις δόξαν Θεού και ωφέλειαν των φιλομαρτύρων Χριστιανών. Χριστιανός τις Χίος, Νικοροζής το όνομα, ζωγράφος την τέχνην, καταγόμενος εκ της ενορίας του Αγίου Γεωργίου της Απλωταρίας, είχε τους πόδας κακώς πάσχοντας από φλέγμα αλμυρόν και ύλη δυσώδης έτρεχεν εξ αυτού. Ηναγκάσθη όθεν προς θεραπείαν του δεινού πάθους του να λάβη ιατρικόν από μίαν γυναίκα, δια του οποίου και ήλειψε τους πληγωμένους πόδας του. Αλλά τι ηκολούθησεν; Εξηράνθησαν μεν αι πληγαί των ποδών, αλλ’ η πονηρά εκείνη ύλη, εμποδισθείσα, διεδόθη εις όλον το σώμα και τόσων διωγκώθη τούτο, ώστε έπεσεν επί της κλίνης ακίνητος και πονών φρικτώς. Κατόπιν το πρήσμα εκείνο του σώματος κατήλθε και συνηθροίσθη εις τους πόδας του, οίτινες εξωγκώθησαν και έγιναν ως ασκοί και ούτω ούτε να κινηθή ηδύνατο, ούτε να πατήση. Εις τον καιρόν όθεν, ότε ο δυστυχής ούτος έπασχεν ούτω κακώς, συνέβη να αποκεφαλισθή ο θείος Μάρκος και εις συγγενής του πάσχοντος έδραμε και έλαβεν ολίγον τι από του μαρτυρικού αίματος. Τότε, ω του θαύματος! Ευθύς ως ήλειψε σταυροειδώς με το αίμα εκείνο τους πόδας του πάσχοντος Νικοροζή, έπαυσαν οι πόνοι, εξεπρήσθησαν οι πόδες και περιεπάτησε και μετ’ ολίγον εξήλθεν έξω, έκαμεν επίδειξιν της παραδόξου υγείας του και εδόξασεν εν παρρησία τον θείον Μάρτυρα. Την αυτήν ημέραν και μία κόρη εκ Παλαιοκάστρου, Αργενού ονομαζομένη, εθεραπεύθη τελείως δια του αγίου αίματος τούτου του Μάρτυρος. Ταύτης προ πολλού επόνει η δεξιά χειρ και εκ των πόνων εστρεβλώθη ο μικρός δάκτυλος εντός της παλάμης, ώστε να πάσχη εκ δύο κακών. Και εκ φρικτών πόνων και να εμποδίζεται εις την εργασίαν της. Αλλ’ ευθύς ως ήλειψε την πάσχουσαν χείρα της δια του μαρτυρικού αίματος ιατρεύθη εντελώς και ειργάζετο ανεμποδίστως. Εις το χωρίον Βροντάδο, εις την ενορίαν του Αγίου Πέτρου, ήτο μία κόρη ορφανή από πατέρα μεγάλη κατά την ηλικίαν. Αύτη προσεβλήθη υπό βαρείας ασθενείας, εκ της οποίας έπασχεν επί τρεις ολοκλήρους χρόνους από αδιάκοπον βήχα, ένεκα του οποίου πολλοί την απεφάσιζον ότι πάσχει από ανίατον πνευμονικόν πάθος. Έπασχε λοιπόν η δυστυχής εκ δύο μεγάλων κακών. Εκ της μακράς εκείνης ασθενείας και εκ της εσχάτης πτωχείας. Όθεν, επειδή δεν ηδύνατο να κάμη εργόχειρον, αλλά ούτε καν να περιπατήση, ηναγκάζετο να ζητή ελεημοσύνην δια να ζη. Εις καιρόν λοιπόν, ότε ούτω κακώς έπασχεν η ταλαίπωρος, η μήτηρ αυτής ήλθε και της έφερε αιματωμένον χώμα από την σφαγήν του αγίου Νεομάρτυρος Μάρκου, το οποίον ανέλυσεν εν ύδατι και έδωσεν εις αυτήν να πίη. Από το ίδιον δε αιματωμένον χώμα ήλειψε και τας ακοάς ενός μικροτέρου υιού της, όστις ήτο κωφός εκ γενετής. Αληθώς δε θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού! Διότι ευθύς, η μεν ασθενής ιατρεύθη και ενεδυναμώθη τόσον, ώστε την άλλην ημέραν μετέβη και έκαμνε ξένην εργασίαν, διότι τούτο είχεν εργόχειρον και απελάμβανε τα προς το ζην, του δε κωφού παιδίου ηνεώχθη η ακοή και ήκουε πλέον θαυμασίως. Χριστιανή τις εκ Χίου, Αικατερίνη το όνομα, ύπανδρος, κατοικούσα εις την Σμύρνην, συνέβη να πάθη εκ παραφροσύνης και μανίας δεινής. Όθεν ηναγκάσθησαν να στείλουν ταύτην εις την πατρίδα της, μήπως την ελεήση η αγία Ματρώνα και αποκαταστήση εις τας φρένας της. Έμεινεν όθεν εκεί επί πολύν καιρόν και παρευρέθη και εις την ιεράν μνήμην της αγίας, κατά την οποίαν η αγία Ματρώνα συνηθίζει να θαυματουργή και πολλούς να θεραπεύη από διάφορα πάθη. Όμως η Αικατερίνη μεταβολήν δεν ελάμβανεν, αλλά μάλλον εχειροτέρευεν. Όθεν μη δυνάμενοι να υποφέρουν τας ταραχάς της μανίας της, παρέλαβον εκείθεν και έκλεισαν εις το φρενοκομείον. Εκεί εφύλαττον ταύτην με σίδηρα εις τας χείρας, δια να μη φονεύση τους άλλους τρελλούς. Τόσον δεινή και αγρία ήτο η μανία της, λέγουσι δε, ότι τόσον φοβερά εις ουδένα άλλον εφάνη. Διότι ενίοτε εμετριάζετο το πάθος και εφαίνετο ότι η ασθένειά της εβαλτιούτο. Η καλλιτέρευσίς της δε ήτο, ότι την ημέρωνον ολίγον και δεν έδερνεν ούτε εξέσχιζε και τότε την έλυον από τα σίδηρα. Αλλά πάλιν οι λόγοι της ήσαν μωροί και αι πράξεις της ακαταλόγιστοι, μέχρι σημείου ώστε να αισχύνεται τις, προκειμένου να τα διηγηθή. Κατόπιν πάλιν αποτόμως εκυρίευεν αυτήν εκείνη η κακή μανία ως φοβερά τρικυμία και εκτύπα και εξέσχιζε δια των ονύχων της όποιον εύρισκε και με πολύν κόπον και μεγάλην δυσκολίαν την έδενον απ’ αρχής εις τα σίδηρα. Ούτως έζη η δυστυχής εκείνη, από του Οκτωβρίου έως εις τας επτά του Ιουνίου. Τότε έδωκαν φαγητόν εις τους τρελλούς και επήγε να πάρη τα πινάκια εις ξένος Μοναχός, Μητροφάνης το όνομα, ο οποίος ευρίσκετο εκεί δια θεραπείαν τινός ιδικού του πάθους. Εκεί δε, ότε ο Μοναχός έσκυψε δια να λάβη τα πινάκια, έπεσεν από τον κόρφον του εν χαρτίον διπλωμένον· είδε τούτο η Αικατερίνη, περί της οποίας είναι ο λόγος και λέγει: Γέροντα, τι είναι αυτό όπου σου έπεσε; Μήπως είναι κανέν φλωρί; Όχι, της απεκρίθη ο Μητροφάνης, δεν είναι φλωρί, αλλ’ είναι από το ένδυμα του νέου Αγίου, όπου εμαρτύρησε. Δος μοι το, λέγει, να το πιάσω και να το ασπασθώ. Δεν της το έδωκεν ο Μητροφάνης, διότι αι χείρες της ήσαν γεμάται από ακαθαρσίας, αλλά το εκράτει αυτός και αύτη ωσάν να μη ήτο εκείνη η μανιακή, ούτως, ως καλή και φρόνιμος έκαμε τρεις στρωτάς μετανοίας και το ησπάσθη όχι μίαν φοράν αλλά πολλάκις, με πολύν πόθον και ευλάβειαν. Ούτω ο μεν Μητροφάνης έφυγεν, η δε παρέμεινε σώφρων και εύτακτος. Μετ’ ολίγον διήλθεν εκείθεν ο επιστάτης του φρενοκομείου, προς τον οποίον εφώναξε: Κυρ-Ιωάννη, σε παρακαλώ, εξάγαγέ με απ’ εδώ. Δεν υπήκουσεν όμως εκείνος, ενθυμούμενος όσα έπαθεν από εκείνην προ ολίγων ημερών. Όθεν απεκρίθη: Δεν σε εξάγω καθόλου. Αυτού όπου είσαι, καλά είσαι. Ταύτα δε ειπών έφυγε. Μετά ταύτα ιδούσα πάλιν αυτόν, παρεκάλει λέγουσα: Εξάγαγέ με και εις την υγείαν των τέκνων μου, είμαι τελείως καλά. Ακούσας ο επιστάτης τους λόγους αυτούς, τους οποίους ουδέποτε άλλοτε ήκουσεν, ούτε παιδίων ενθύμησιν είχε ποτέ, επείσθη και την εξήγαγε. Εξελθούσα δε εκείνη ενίφθη και εζήτησε τα φορέματά της, με τα οποία ήλθεν εις την Σμύρνην, ενδεδυμένη και σωφρονούσα, προς μέγαν θαυμασμόν και έκπληξιν των ορώντων. Απεκρίθη λοιπόν εις τους ερωτώντας με ποίον τρόπον εσωφρονίσθη, ότι, ευθύς ως ησπάσθη εκείνο το οποίον εκράτει ο Μητροφάνης, ησθάνθη ως πήδημα εντός της καρδίας της και έπειτα ωσάν να επέταξε πτηνόν τι και ευθύς ηλαφρώθη η καρδία της και ήλθεν εις τον εαυτόν της, είναι δε πλέον τελείως καλά και ας είναι δεδοξασμένος ο νέος Άγιος. Μετά ταύτα προσήλθεν εις την λειτουργίαν εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων με ορθήν γνώσιν, εκήρυξεν εις πολλούς το θαύμα και μετά παρέλευσιν είκοσιν εξ ημερών, αφού δεν της έμεινεν ουδεμία αμφιβολία δια την υγείαν της, επέστρεψεν εις την Σμύρνην, εις τον οίκον της, δοξάζουσα τον Θεόν και ευχαριστούσα τον Μεγαλομάρτυρα Μάρκον, τον ευεργέτην της. Τούτο αληθώς είναι εν εκ των μεγάλων θαυμάτων του αγίου Νεομάρτυρος, όπως είναι και το εξής: Διεδόθη ότι ο Άγιος ιάτρευσε μίαν γυναίκα, ήτις έπασχεν από αιμορραγίαν και εφροντίσαμεν να έλθη η ιδία γυνή εις ημάς. Ούτω ηκούσαμεν αυτήν διηγουμένην δια του ιδίου της στόματος και τα του πάθους και τα της θεραπείας της. Έχουσι δε ούτως: Αύτη κατάγεται εκ του χωρίου Βροντάδο της Χίου, από της ενορίας του Αγίου Γεωργίου, νέαν την ηλικίαν, ύπανδρος και μήτηρ δύο τέκνων. Αύτη τις οίδεν εκ ποίας αιτίας ήρχισε να κάμνη εμετόν αίματος, δύο δε ημέρας διήρχετο ήρεμος και την τρίτην πάλιν ο εμετός του αίματος επανήρχετο ακατάσχετος. Το τοιούτον δε κακόν έπασχεν η δυστυχής επί δύο ολοκλήρους χρόνους. Εδοκίμασεν λοιπόν να εύρη θεραπείαν από τους ιατρούς, αλλά δεν το κατώρθωσε. Παρ’ όλην της δε την πτωχείαν εξώδευσεν υπέρ τα διακόσια γρόσια, αλλ’ εις μάτην. Μάλιστα είπεν ότι, μίαν ημέραν, ενώ ευρίσκετο παρά τινι ιατρώ και παρεκάλει τούτον να κάμη ό,τι δυνηθή δια το πάθος της, την ώραν εκείνη ήμεσε το αίμα παρουσία του και εκείνος, ιδών το τόσον αίμα, ανετριχίασε και απεμάκρυνεν ταύτην, απελπίσας ως αθεράπευτον. Ενώ δε ο άγιος Μάρτυς ευρίσκετο εις την φυλακήν, συνεβούλευσαν αυτήν να μεταβή και πάρη ό,τι δυνηθή από εκείνον, ίσως και εύρη βοήθειαν. Έκαμε λοιπόν  τρόπον δια να πλησιάση, αλλά δεν ηδυνήθη. Ευρέθη όμως εκεί όταν συνώδευον τον άγιον Νεομάρτυρα προς την τελείωσιν και η πτωχή γυνή προσεπάθει, κατά την ευαγγελικήν αιμορροούσαν, να πλησιάση και να τον εγγίση. Όμως και πάλιν δεν το κατώρθωσε. Μάλιστα εις Τούρκος την εκτύπησεν εις τον ώμον με την λαβήν του ξίφους τόσον δυνατά, ώστε επί πολλάς ημέρας ησθάνετο τον πόνον. Εις τοιαύτην λοιπόν κατάστασιν ευρίσκετο η δυστυχής, ώστε εκ της πολλής εξαντλήσεως εκινδύνευε να αποθάνη. Όμως ολίγας ημέρας μετά την αποτομήν του Μάρτυρος, μαθούσα ότι ενεργεί θαύματα εξαίσια, εζήτησε και αυτή και της έδωσαν ολίγον από το μαρτυρικόν του αίμα, το οποίον έρριψεν εντός ύδατος δια να το πίη. Ήτο δε η ημέρα και η ώρα ότε έμελλε να εμέση το αίμα, διότι εγνώριζε, λόγω του μακρού χρόνου καθ’ ον ησθένει, ότι όταν ήρχιζε να κινείται το αίμα, εκόπτοντο τα σπλάγχνα της ως δια ξυραφίου και ησθάνετο δριμυτάτους πόνους. Εις τοιαύτην ώραν έπιε το ηγιασμένον εκείνο ύδωρ και τότε, ω της εξαισίας δυνάμεως! Ευθύς ησθάνθη ότι η ορμή του αίματος υπεχώρησε και ησύχασεν, ως να εμάστιζε την ορμήν ταύτην δύναμις εισελθούσα έξωθεν. Και όχι μόνον το αίμα δεν ήμεσεν, αλλά και δύναμιν τινα ησθάνθη εισελθούσα εντός αυτής και διαπεράσασαν το σώμα της, εις τρόπον ώστε επλήρωσε και μίαν υδρίαν δι’ ύδατος και μετέφερε ταύτην εις την οικίαν της, ενώ, ως είπομεν, πρότερον μετά βίας εκινείτο. Εις το εξής δε η γυνή εκείνη έμεινεν υγιαίνουσα και καλώς έχουσα. Η αυτή γυνή ευρίσκετο εις μεγάλην λύπην, διότι αν και ήτο νέα, θα έμενεν άγονος, ως έλεγον εις αυτήν αι γυναίκες του χωρίου της. Όθεν ο καλός Μάρκος εφάνη μίαν νύκτα εις τον ύπνον της μετά δύο μήνας από της θεραπείας της και είπε: Μη λυπείσαι, γυνή, αλλά μάλλον χαίρε, διότι θέλεις τεκνοποιήσει. Εξύπνησεν η γυνή και αμφιβάλλουσα μήπως ήτο απλώς όνειρον, ήλθεν εις την πόλιν δια να ερωτήση τας εκεί μαίας και να μάθη αν αληθώς συμβαίνη να είναι έγκυος. Επληροφορήθη δε τότε, ότι ούτως έχει, καθώς είπεν ο φανείς Άγιος. Όθεν εδόξαζεν από βάθους ψυχής τον Θεόν και τον καλλιμάρτυρα θείον Μάρκον, τον ευεργετήσαντα ταύτην διττώς, ήτοι δια της θεραπείας της αιμορραγίας και δια της χάριτος της συλλήψεως. Υπεσχέθη λοιπόν, ότι, εάν γεννήση τέκνον άρρεν, θα το ονομάση Μάρκον, εις δόξαν του θείου ευεργέτου της. Αύτη δε η μεμαρτυρημένη ιατρεία περιέχει και μεμαρτυρημένην τινά αστειότητα. Επειδή, όταν η γυνή επεκαλέσθη τον Μάρτυρα, ίνα ελεήση ταύτην, εκείνη έταξε να προσφέρη εις τον Άγιον δέκα γρόσια. Όταν λοιπόν ο θείος Μάρκος ενεφανίσθη και είπεν ότι θέλει τεκνοποιήσει, της εζήτησε και εκείνο το οποίον έταξε: «Συ, είπεν ο Άγιος είσαι έγκυος. Μη λυπηθής λοιπόν να μοι δώσης εκείνο το οποίον μοι έταξες». Ως να ελέγομεν τον κόπον της θεραπείας αυτού. Αλλ’ ούτε ο Θεός, ούτε οι Άγιοι ζητούσιν, ουδέ αναγκάζουσι κανένα να προσφέρη τίποτε. Όταν όμως αφ’ εαυτού τάξη τις τι, ζητούσι τούτο απαραιτήτως και πρέπει να πληρώνεται ως νόμιμον. «Εύξασθε και απόδοτε». Και αλλαχού: «Αποδώσω τω Κυρίω τας ευχάς μου». Όθεν ο άγιος Μάρτυς εζήτησε το τάξιμον προς βεβαίωσιν του θαύματος. Αναρίθμητα είναι, αδελφοί, τα δια της μαρτυρικής χάριτος του καλλινίκου Μάρτυρος τελούμενα θαυμάσια. Μεταξύ δε τούτων και το εξής. Εις το καρτέρι της πόλεως, το λεγόμενον Εγκρεμνός, εις την ενορίαν Θερμουγιώτισσα, κατοικεί μία πτωχή γυνή. Αύτη είχε παιδίον μικρό άρρεν ηλικίας δύο χρόνων, το οποίον συνέβη να πέση κάτω από τον σοφάν. Έπεσε δε υπτίως επί ενός πηλίνου αγγείου και ως τρυφερόν εκόπη εις την μέσην και ούτω εις το εξής ουδέ καν να εγερθή ηδύνατο. Και εκείνο το οποίον έως τότε περιεπάτει και έτρεχε γελών και χαίρον έμενε κατάκειτον, με πόνους και δάκρυα αυτού και των γονέων του. Όταν δε ήθελεν η μήτηρ του να εγείρη τούτο, εφώναζε κλαίον και μεγάλην λύπην επροξένει εις τους ορώντας και ακούοντας. Εις τοιαύτην ελεεινήν κατάστασιν παρέμεινεν επί δύο χρόνους και εγένετο τεσσάρων ετών, αλλά τελείως άχρηστον και πανάθλιον. Η δυστυχής λοιπόν μήτηρ αυτού, ακούσασα τα θαύματα και τας ευεργεσίας, τας οποίας εις όλους προσφέρει ο θείος Μάρκος, παρεκάλεσε και της έφερον ολίγον αίμα, το οποίον, αφού έρριψεν εντός ύδατος, δια μέρους τούτου επότισε το παιδίον, δια του άλλου ήλειψε το σώμα και μάλιστα τα νώτα του, επικαλουμένη θερμώς την ταχείαν αντίληψιν του αγίου Νεομάρτυρος Μάρκου, υποσχομένη να νηστεύη το παιδίον δέκα ημέρας κάθε χρόνον, προ της μνήμης του, διότι, επειδή ήτο πτωχή, δεν ηδύνατο να τάξη χρήματα. Ταύτα αφού έπραξε, το μεν παιδίον άφησε κείμενον εις εν μέρος, αύτη δε εκάθησεν εις το εργόχειρόν της. Όμως ο νους και η πίστις της εστρέφοντο προς την του Αγίου ενέργειαν. Μετ’ ολίγον, εκάλεσε το παιδίον. Έλα, Νικολή, να σου δώσω χρήματα… Σήκω. Τότε, ω του θαύματος! το μέχρι της στιγμής ταύτης τελείως ακίνητον και σχεδόν παράλυτον παιδίον, ευθύς ως το εκάλεσεν η μήτηρ του ωρθώθη, μετέβη μόνον του προς αυτήν και εκείνη εναγκαλισθείσα και καταφιλήσασα τούτο μετά δακρύων, τω έδωκεν ολίγα χρήματα. Έκτοτε το παιδίον έμεινε τελείως υγιές, τούτο λέγω, το πρώην παράλυτον. Η δε ταπεινή χειρ η ταύτα γράφουσα εψηλάφησεν αυτό περιεργότερον και εύρεν ένα ρόζον μικρόν ως μικρόν γρόνθον, προς δήλωσιν, ίσως, του προτέρου του πάθους και της παρά του Μάρτυρος ιάσεως αυτού. Εκ δε των αναριθμήτων θαυμάτων, τα οποία καθ’ εκάστην τελεί ο θείος Μάρκος, τούτο μόνον επιθυμώ να διηγηθώ ακόμη, διότι, κατά την εμήν γνώμην, και μέγιστον είναι και τερπνότατον. Ημέρα Σάββατον ήτο η κη΄ (28η) του Δεκεμβρίου και την ερχομένην νύκτα, ότε εξημέρωνεν η Κυριακή, οι Τούρκοι εξερχόμενοι από το τζαμί, κατά την συνήθειάν των, επειδή ήτο ραμαζάνι, διεσκορπίσθησαν εις τα καφενεία. Τινές δε μετέβησαν και εις το καφενείον το ευρισκόμενον αντίκρυ και πλησίον εις τον τόπον όπου απέτεμον την αγίαν του Μάρτυρος κεφαλήν και καθίσαντες ανέφερον περί τούτου λέγοντες, ότι οι Χριστιανοί έχουν αυτόν δι’ Άγιον και ότι συλλέγουν το χώμα, όπου εχύθησαν τα αίματά του, και τούτο κάμνει δι’ αυτούς θαύματα. Ήτο δε μεταξύ των άλλων και εις Χατζή Κάρτος το επώνυμον, κρεοπώλης την τέχνην, ξένος μεν, συνεζευγμένος δε με γυναίκα Χριστιανήν και κατοικών εις την ενορίαν της Αγίας Ματρώνης. Αυτός ως ζηλωτής της ασεβείας δεν υπέφερε να ακούη τοιούτους λόγους. Δεν εντρέπεσθε, είπε, σεις οι Τούρκοι να λέγετε τοιαύτας φλυαρίας; Εκείνοι τότε βλέποντες αυτόν ενοχλούμενον προσέθετον και άλλα παρόμοια δια να οργίζεται και να γελούν. Τέλος πάντων εξαγριωθείς από τα τοιαύτα, ηγέρθη με μανίαν και μετέβη άτοπα λογιζόμενος εις τον τόπον του μαρτυρίου απειλών και υβρίζων με τους πλέον δυσφήμους λόγους τον Άγιον. Ο τόπος εις τον οποίον εσφάγη ο Μάρτυς λέγεται Βουνάκι και είναι τούτο μικρόν. Χωρίζεται δε με ένα τοίχον από την λεγομένην Σούδαν, και εις τούτον τον τοίχον, πολύ πλησίον, απεκεφάλισαν τον Άγιον. Ο τοίχος ούτος από το μέρος όπου είναι το Βουνάκι έχει ύψος μόνον δύο σπιθαμάς, αλλ’ από το όπισθεν μέρος, ήτοι της Σούδας, είναι υψηλός ως δύο οργυιάς. Επάνω εις τον τοίχον τούτον απέθεσε το τσιμπούκι του και το επανωφόριόν του. Αλλ’ ακόμη δεν είχε καλοφθάσει και ιδού δύο λευκοφόροι άνδρες, καθώς ο ίδιος εμαρτύρησε, τον ήρπασαν, τον ανεσήκωσαν υψηλά και τον ετίναξαν εντός της όπισθεν Σούδας. Εκεί πεσών ο υβριστής Κάρτος έμεινεν άλαλος και αναίσθητος και καθ’ όλην την νύκτα εβρέχετο από την βροχήν. Μόλις δε προς τα εξημερώματα ήλθεν εις αίσθησιν, αλλά δεν ηδύνατο να εγερθή όρθιος και ηναγκάσθη να συρθή ως τετράποδον εις τα τέσσαρα, εγκαταλείπων και τσιμούκιον και επανωφόριον και το εν του υπόδημα. Εις τοιαύτην ελεεινήν κατάστασιν εξήλθεν από εν χάλασμα του τοίχου και μετέβη κακήν κακώς εις το ερημόσπιτόν του, μη δυνάμενος να διηγηθή το κακόν το οποίον συνέβη εις αυτόν, ει μη μόνον μετά πάροδον ημερών. Οι δε φίλοι του, μαθόντες την συμφοράν του και μη θέλοντες να ομολογήσουν ότι αύτη ήτο μαρτυρικής οργής αποτέλεσμα, εθαύμαζον πόθεν να προήλθεν αύτη, αφού κατά το ραναζάνι τα δαιμόνια δεν ενεργούν. Έμεινε λοιπόν κλεισμένος ο Χατζη-Κάρτος εις την οικίαν του επί πολλάς ημέρας και οκτώ ημέρας έμεινε σχεδόν βωβός και δεν ηδύνατο να ομιλήση καθαρά. Κατόπιν ήρχισεν ολίγον κατ’ ολίγον να εξέρχηται έξω, αλλά κακώς έχων. Όθεν η σύζυγός του, πληροφορηθείσα τι συνέβη, έσπευσε και εκάλεσεν ένα ιερέα ίνα ψάλλη εις τον άρρωστον αγιασμόν. Αλλ’ ο ιερέας απεκρίθη ότι δεν ημπορεί να πράξη τούτο. Δος μοι ολίγον αγίασμα, είπε τότε η γυνή. Ο ιερεύς έδωσεν εντός αγγείου ύδωρ κοινόν εις την γυναίκα. Και εκείνη, εκλαβούσα αυτό ως αγίασμα, πρώτον μεν επότισε τον ασεβέστατον σύζυγον, κατόπιν δε μετέβη και εσάρωσε μετά προσοχής το μέρος εκείνο και έχυσεν εκεί το λοιπόν ύδωρ. Την στιγμήν δε καθ’ ην έπιπτε το ύδωρ, η δεξιά χειρ του ασεβούς εθλάσθη και πολύν καιρόν εβάδιζεν, έχων αυτήν κρεμαμένην εις το μανδήλιον. Και δεν ηδυνήθη να την ιατρεύση και απέμεινεν ούτω τεθλασμένη και παρ’ ολίγον άχρηστος. Όχι δε μόνον, αλλά και όλος εκείνος ο Χατζή-Κάρτος, ο ανδρειωμένος, ο φοβερός, κατήντησε ράκος ελεεινόν εις την θέαν, με σημεία σαφή, ως ο Κάϊν, της θεϊκής οργής. Τούτο το θαύμα πόσον εξέπληξε τους ασεβείς είναι αδύνατον να διηγηθή τις. Ίσως δε θέλει τις απορήσει ποίος να ήτο ο έτερος λευκοφόρος, υφ’ ου ανηρπάγη και εξηκοντίσθη εντός της Σούδας. Εβεβαιώθη δε ότι ήτο ο Μάρτυς Νικόλαος ο Χίος, τον οποίον προ πολλών χρόνων απεκεφάλισαν εκεί πλησίον και εκ τούτου φαίνεται ότι βοηθούνται, ως φίλοι, οι θείοι Μάρτυρες εναντίον των κοινών της πίστεως εχθρών. Τοιαύτα μεταξύ των πολλών τα υπό του αγίου Νεομάρτυρος Μάρκου τελεσθέντα θαυμάσια. Όθεν δέομαι τω αγίω Θεώ να αξιώση και ημάς τους αμαρτωλούς να καταστώμεν άξιοι τηρηταί της Αγίας Αυτού Πίστεως, μιμούμενοι τον ζήλον των Αγίων Αυτού Μαρτύρων, εναντίον του κοινού εχθρού, του διαβόλου, δια της χάριτος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ω η δόξα και το κράτος, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον  ημάς. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου