Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Ο Όσιος Χριστόφορος


Αλλά η Πανάχραντος Θεοτόκος, μη υποφέρουσα να φαίνεται ο οίκος της έως τέλους ηρημωμένος, ωκονόμησε να επανέλθη εις το καλλίτερον, επειδή αφ’ ενός μεν κατώκησαν εις την Μονήν ενάρετοι άνδρες και αφ’ ετέρου έσυρε βασιλείς εθνικούς δωροφόρους εις αυτήν, με τα πολλά θαύματα όπου έκαμνεν εις αυτούς. Διότι ήτο κάποιος Χριστοφόρος από χωρίον της Τραπεζούντος, ονομαζόμενον Γαζαρή, άνθρωπος χωρικός μεν κατά την προέλευσιν, ομότροπος δε με τον Προφήτην Ελισσαίον και σκεύος εκλογής διαλεγμένον από τον Θεόν, όστις γνωρίζει τα πάντα και προ της γενέσεως αυτών. Τούτον η Θεοτόκος τον έφερεν εις την Μονήν από τον αγρόν, όπου εγεωργούσε, και τον εγκατέστησε νέον κτίτορα του Μοναστηρίου και προεστώτα εις τους χμγ΄ (644) χρόνους από Χριστού, επί της βασιλείας Κώνσταντος, εγγόνου του Ηρακλείου, δια να πληθύνουν ούτω τα γεννήματα της αρετής. Εκεί λοιπόν όπου ο Χριστοφόρος ώργωνε τον αγρόν του με ζεύγος βοών, εφάνη η Παναγία εις αυτόν με λαμπροτάτην φωτοχυσίαν, και τον διέταξε λέγουσα·
«Τέκνον, Χριστοφόρε, σήκω το ταχύτερον και στάσου εις τους πόδας σου», (διότι ήτο πεσμένος εις την γην και περίτρομος, καθό πληγωθείς τας όψεις από την υπερβολικήν εκείνην λαμπρότητα, η οποία τον περιήστραψε)· λαμβάνουσα δε αυτόν η Θεοτόκος από την χείρα, τον εσήκωσε και τον παρεθάρρυνε δια τον φόβον τον οποίον έλαβε και τον ενεδυνάμωσε με την επαφήν της χειρός της λέγουσα εις αυτόν· «Κατάλαβε ταύτα όπου σου λέγω, Χριστοφόρε, και βάλε τα μέσα εις την καρδίαν σου και γνώρισε ποία είναι εκείνη η οποία ταύτην την στιγμήν σου λαλεί· συ εξ άπαντος Χριστιανός είσαι και ομολογείς τον Χριστόν και την Μητέρα του». Λέγει ο Χριστοφόρος· «Μάλιστα, Δέσποινά μου, ομολογώ και προσκυνώ τον Χριστόν και Σε την Κυρίαν Θεοτόκον». Εκείνη δε πάλιν του λέγει· «Ήξευρε, ότι είσαι αφιερωμένος εις εμέ εκ κοιλίας μητρός σου, καθώς και το όνομά σου το μαρτυρεί· διότι Χριστοφόρος ονομάζεσαι ως φορών τον Χριστόν· τούτο δε το ίδιον θέλει φανερώσει και ο έκτος δάκτυλος της χειρός σου, ότι είσαι δηλαδή αφιέρωμα εις εμέ· θέλω λοιπόν να αφήσης την γεωργικήν ζωήν και να γίνης ιδικός μου, και πηγαίνων εις το όρος Μελά να ανακαινίσης τον ιδικόν μου εκεί βασιλικόν οίκον· όθεν αφού αφήσης εις τον αγρόν τους βους και το άροτρον, μη στραφής εις τους ιδικούς σου, αλλά πήγαινε το ταχύτερον εις την Τραπεζούντα, και παρουσιάσθητι εις τον εκεί Επίσκοπον και διηγήθητι εις αυτόν όλα, όσα σε επρόσταξα, ειπέ του δε να σε χειροτονήση Ιερέα». Ο Χριστοφόρος, αφού ήκουσε ταύτα τα παράδοξα, μετά βίας ανοίγων το στόμα του (διότι ηπόρει και δι’ άλλα πολλά, και μάλιστα διότι ήτο αγράμματος) αποκρίνεται εις την Θεοτόκον· «Και πως είναι δυνατόν να γίνη τούτο, Δέσποινά μου, επειδή εγώ κοντά εις την αναξιότητά μου είμαι ακόμη και παντελώς αγράμματος»; Και η Δέσποινα του λέγει· «Εσο ευπειθής και μη εναντιολόγος εις το ιδικόν μου θέλημα, αλλ’ ό,τι σε προστάζω κάμε, και δια τα γράμματα, όπου δεν ηξεύρεις, εγώ φροντίζω».Ευθύς δε μετά τον λόγον έγινεν άφαντος. Ο δε Χριστοφόρος πρώτον μεν εσυλλογίζετο τι είναι ταύτα, έπειτα, αισθανόμενος ότι εθερμαίνετο η καρδία του εις εκείνα όπου επροστάχθη, κατήλθεν εις την οδόν, και ηδύνατο τάχιστα περιεπάτει τρέχων, χωρίς να στραφή να ίδη οπίσω, αφήνων εκεί και βους και άροτρον, το δε βράδυ εκοιμήθη εις τον δρόμον· η Θεοτόκος όμως εφάνη εις τον Επίσκοπον, και του λέγει· «Γνωρίζεις ποία είμαι εγώ»; Ο δε Επίσκοπος (διότι ήτο πνευματοφόρος) λέγει· «Σε γνωρίζω, την Μητέρα της Ζωής, του Κυρίου, λέγω, και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Και η Θεοτόκος είπε· «Λοιπόν κατάλαβε εκείνα όπου σε προστάζω, και προσπάθει να τα τελειώσης. Σήμερον έρχεται προς σε άνθρωπος, του οποίου το σημείον είναι εξ δάκτυλοι της δεξιάς του χειρός. Τούτον χειροτόνησον Ιερέα του Ναού μου εις το όρος Μελά, πέμπων αυτόν αμέσως εκεί». Ταύτα ειπούσα η Θεοτόκος ευθύς ανεχώρησεν. Ο δε Αρχιερεύς, κοινολογών το πρωϊ εις τους εκκλησιασθέντας την οπτασίαν, ανέμενε την έλευσιν της ημέρας, ίνα ίδη την έκβασιν του οράματος. Μετά την λειτουργίαν λοιπόν ωμίλει εις το προαύλιον της Εκκλησίας με τους κληρικούς του, ότε ιδού έρχεται χωρικά ενδεδυμένος ο Χριστοφόρος, και προσπίπτων κατά την συνήθειαν εις τον Αρχιερέα, αφού ηγέρθη, ήπλωσε την δεξιάν του χείρα και λέγει· «Γνωρίζεις, δέσποτα, ταύτην την χείρα»; Εκείνος δε αναγνωρίσας αυτόν ότι είναι εκείνος όπου είδεν εις τον ύπνον του, στραφείς λέγει εις τον λαόν· «Ιδού, τέκνα, εκείνος τον οποίον μου απεκάλυψε καθ’ ύπνον η Βασίλισσα των Αγγέλων και μου ελάλησε δι’ αυτόν». Έπειτα πλησιάζων λέγει προς αυτόν· «Πόθεν ήλθες, αδελφέ»; Εκείνος δε του διηγήθη λεπτομερώς όλα τα γενόμενα, ως ανωτέρω τα προείπομεν, και ότι μη δυνάμενος να εναντιωθή εις την ουράνιον αποκάλυψιν ήλθεν. Ο δε Αρχιερεύς ακούσας όλα ταύτα εδόξασε τον Θεόν και παραλαβών τον Χριστοφόρον, την άλλην ημέραν τον εχειροτόνησε Διάκονον, και την τρίτην Ιερέα, δώσας δε εις αυτόν τα ιερατικά ενδύματα και τας ευχάς της θείας λειτουργίας με το ιερόν Ευαγγέλιον, τον απέστειλεν οπίσω με ειρήνην. Επιστρέψας ο Όσιος εις τον αγρόν όπου ώργωνεν, εύρε τα ζώα όπως τα άφησε, και έστεκον εκεί καλοθρεμμένα και εμηρύκαζον. Εθαύμαζεν όθεν απορών, πως παρέμειναν εξ ημέρας χωρίς τροφήν, και χωρίς να κατασπαραχθούν από τους λύκους, μη όντος ουδενός φύλακος, ή πως κανείς από τους συγγενείς του δεν τα εύρε, να τα οδηγήση εις την οικίαν του. Εκεί δε όπου εσυλλογίζετο αυτά, ιδού πάλιν τον περιέλαμψε φως, και γνωρίζων ότι είναι πάλιν παρουσία της Θεοτόκου, κύπτων προσεκύνησε και ευθύς ακούει· «Καλώς ήλθες, τέκνον Χριστοφόρε! Ετελείωσες εκείνα όπου σε επρόσταξα»; Λέγει εκείνος· «Καθώς επρόσταξες, Δέσποινα, και ευώδωσεν η δεξιά σου, ιδού έγιναν». Λέγει η Θεοτόκος πάλιν· «Φέρε, να ίδω αυτά τα οποία κρατείς». Τότε εκείνος έδειξε την ιερατικήν στολήν, την φυλλάδα της λειτουργίας και το ιερόν Ευαγγέλιον. Του λέγει η Θεοτόκος· «Επειδή λοιπόν εστολίσθης με ιερωσύνην, ύπαγε τα ζώα εις την οικίαν σου, χωρίς να είπης τίποτε εις εκείνους, οι οποίοι σε ερωτούν, και έπειτα έλα εις το χωρίον Κουσπίδα, ακολούθει δε τον ποταμόν περιπατών κατά τον άνω ρουν αυτού, και έλα εις το όρος της κατοικίας μου, αφού δε έλθης εκεί, θα σου δείξω τι πρέπει να κάμης». Οδηγία λοιπόν της Οδηγητρίας Θεοτόκου ερχόμενος, χωρίς να πλανηθή πουθενά, διοδεύων εισήλθεν εις το σπήλαιον· ευρών δε τον Ναόν καθαρόν και εστολισμένον εθαύμαζε, δοξάζων τον Θεόν εν ευφροσύνη της καρδίας του και κατασπαζόμενος την αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου. Κατά δε την ώραν του εσπερινού, φορέσας τα ιερατικά του, εθυμίαζε τον θείον Ναόν, εξερχόμενος δε από το ιερόν ελυπείτο μόνος, επειδή δεν ήξευρε γράμματα. Και ευθύς εφάνη πάλιν εις αυτόν η μακαρία εκείνη οπτασία και του λέγει· «Καλώς ήλθες, ιερέ Χριστοφόρε, ο εργάτης της υπακοής». Έπειτα επάρασα το ιερόν Ευαγγέλιον του το δίδει λέγουσα· «Ανάγνωσε, ιερέ Χριστοφόρε». Μη δυναμένου δε εκείνου ν’ αναγνώση, του λέγει πάλιν η Δέσποινα· «Η χάρις του εξ εμού γεννηθέντος να σε φωτίση δι’ εμού»· και (ω των θαυμασίων σου, Δέσποινα!) ανοίγων το στόμα του εκείνος, όστις πρότερον δεν ήξευρε ουδέ το αλφάβητον, ανεγίνωσκεν έμπροσθέν της ελεύθερα. Τότε είπεν η Παναγία· «Λοιπόν εγνώρισες, τέκνον, ότι όλα είναι δυνατά εις τον Θεόν; Ιδού ετελείωσα όσα σοι έταξα». Ο δε προσεκύνησε και είπεν· «Εγνώρισα, Δέσποινα, και επίστευσα, ότι κανέν δεν είναι εις σε αδύνατον, αλλ’ ως Μήτηρ του Ποιητού των απάντων, όλα τα δύνασαι». Και Εκείνη του λέγει· «Λοιπόν μη αμφιβάλλης παντάπασιν, αλλά φυλάττων το μυστήριον τούτο απόκρυφον, λειτούργει εμέ, καθ’ όσον δύνασαι, εις τούτον τον ιερόν Οίκον μου, και ψάλλε πάντοτε Τρισάγιον εις τον Όρθρον και εσπερινόν επάνω εις τα άγια λείψανα των ιδικών μου δούλων, δια δε την στέρησιν των χρειωδών να μη αποκάμης δια τους πολλούς κόπους, ότι εγώ είμαι μετά σου και βοηθώ και σε και όλους εκείνους όσοι έως τέλους υπομείνωσιν εις τούτον τον τόπον, τον οποίον εξελέξαμεν εγώ και ο εξ εμού τεχθείς Χριστός ο Κύριος». Και η μεν Δέσποινα, αφού είπεν αυτά, έγινεν άφαντος· ο δε ιερός Χριστοφόρος, αλλοιωθείς από τότε την θείαν αλλοίωσιν, υπέμενε χαίρων εις τον τόπον και επρόκοπτε καθ’ ημέραν, προχωρών εις το έμπροσθεν της αρετής και των θεωριών, διότι ήρχισεν η Θεοτόκος να τον υψώνη με πνευματικά χαρίσματα τόσον, ώστε έλεγεν εκ στήθους και όλην την θείαν Γραφήν· εκ τούτου ήρχισαν να προσέρχωνται και άλλοι δια να μονάσουν, έχοντες τον Όσιον Χριστοφόρον οδηγόν, καθ’ ημέραν δε και επλήθυνεν ο αριθμός των Μοναχών. Αλλ’ επειδή και αυτός υπηρετών εις ταύτην την ζωήν όσον έπρεπε έμελλε να αναχωρήση από εδώ, μίαν των ημερών προσκαλεί τους αδελφούς της Μονής, και ήρχισε να τους κατηχή ούτω: «Αγαπητοί μου αδελφοί και πατέρες, έφθασεν ο καιρός της εις Χριστόν αναχωρήσεώς μου· καθώς ηξεύρετε, δεν έπαυσά ποτε από του να σας νουθετώ νύκτα και ημέραν τα ψυχοσωτήρια· τώρα δε πάλιν σας παρακαλώ να φυλάττετε με ακρίβειαν την κατήχησιν των θεοφόρων Πατέρων ημών, του Βαρνάβα, λέγω, και Σωφρονίου, και να ενθυμήσθε παν ό,τι σας διέταξαν μέσα εις αυτήν· διότι εκείνοι δεν παύουν από του να μεσιτεύουν ομού με την Θεοτόκον δι’ ημάς, διότι παραστέκονται εις τον Δεσποτικόν Θρόνον· δια τούτο δε πρέπει να τιμάτε με ευλάβειαν και τα άγιά των λείψανα. Και εις μεν την Υπεραγίαν Θεοτόκον να δουλεύετε με όλην σας την ψυχήν, την δε αγίαν Εικόνα της να τιμάτε με ξεχωριστήν τιμήν, δια τα άπειρα θαύματα όπου μεσιτεύουσα καθ’ ημέραν κάμνει η Βασίλισσα του παντός και με όλην σας την δύναμιν να ακολουθήτε ό,τι διέταξαν οι θείοι Πατέρες, ηξεύροντες, ότι είναι στενή και τεθλιμμένη η οδός η φέρουσα εις την βασιλείαν των ουρανών. Δια τούτο πρέπει, καθώς λέγει ο Μέγας Βασίλειος, να ζήτε με ακτημοσύνην ατάραχοι, ευλαβείς εις το σχήμα, να έχετε την φωνήν σύμμετρον, τον λόγον εύτακτον, την δίαιταν της τροφής ατάραχον και καταστηματικήν, να ακροάζεσθε με σιωπήν τους γηραλέους και σοφωτέρους σας, να νουθετήτε με αγάπην τους κατωτέρους σας, να αποφεύγετε τους κακούς και σαρκικούς και περιέργους, να νοήτε πολλά και να λαλήτε ολίγα. Να μη είσθε θρασύλογοι ή εναντιολόγοι και πολύλογοι, μηδέ γελωτοποιοί· να είσθε εντροπαλοί και ευπειθείς· κάτω να βλέπετε, και τα ουράνια να μελετάτε, να κοπιάζετε με τας χείρας σας· να υπομένετε εις τας θλίψεις, να χαίρετε με την ελπίδα, να προσεύχεσθε αδιακόπως, και ευχαριστήτε δια κάθε τι. Να ταπεινώνεσθε εις όλους, μισούντες τον λογισμόν σας δια τα καθημερινά σας κινήματα και τας πράξεις σας· να μη περιπλέκεσθε με τας πραγματείας του κόσμου, αλλά εργαζόμενοι τας εντολάς, να αποθηκεύετε εις τον ουρανόν· και μη περιεργάζεσθε την ζωήν των αμελών, αλλά να μιμήσθε την πολιτείαν των Πατέρων, να συγχαίρετε χωρίς φθόνον με εκείνους οι οποίοι χαίρουν και εκείνους, οι οποίοι πάσχουν, να τους συμπονήτε χωρίς να τους κατακρίνετε. Να μη ονειδίζετε εκείνον ο οποίος μετανοεί δια τα πρότερά του σφάλματα, να μη δικαιώνετε ποτέ τον εαυτόν σας, αλλά μάλιστα να ομολογήτε ότι είσθε αμαρτωλοί περισσότερον από όλους και εις τον Θεόν και τους ανθρώπους. Να νουθετήτε τους ατάκτους· να παρηγορήτε τους ολιγοψύχους· να υπηρετήτε τους αρρώστους· να νίπτετε τους πόδας των Αγίων· να επιμελήσθε την ξενοδοχίαν με φιλαδελφίαν, να ειρηνεύετε με τους ομοπίστους, να αποφεύγετε τους ετεροδόξους, να αναγινώσκετε τα κανονικά βιβλία, τα δε απόκρυφα ούτε με τας χείρας σας ποσώς να τα ψαύετε· να μη φιλονεικήτε και να κηρύττετε παρρησία άκτιστον Τριάδα και ομοούσιον, λέγοντες εις τους ερωτώντας, ότι πρέπει να βαπτιζώμεθα καθώς παρελάβομεν και να πιστεύωμεν καθώς εβαπτίσθημεν, και να φρονούμεν καθώς επιστεύσαμεν. Να συναναστρεφώμεθα με έργα ενάρετα και με λόγους καλούς, να μη ομνύετε παντελώς, να μη δίδετε τα χρήματα με διάφορον, ουδέ κανέν από τα φαγώσιμα ή πόσιμα, δια να το πάρετε με προσθήκην· να απέχετε από πολυποσίας και μέθας και φροντίδας κοσμικάς· να μη ομιλήτε με δόλον παντελώς, μηδέ να λαλήτε ενάντια κατά τινος· να μη καταλαλήτε κανένα, μηδέ να ακούετέ τινα καταλαλούντα άλλον· να μη κυριεύεσθε από επιθυμίαν, μηδέ να τυραννήσθε από θυμόν εις τόσον, ώστε και χωρίς εύλογον αιτίαν να οργίζεσθε κατά του πλησίον· να μη μνησικακήτε ουδένα, μηδέ να αποδίδετε κακόν αντί κακού, αλλά να κακολογήσθε περισσότερον, παρά να κακολογήτε, να δέρεσθε, παρά να αποστερήτε· να αποφεύγητε μάλιστα τας συνομιλίας των γυναικών και την κατάχρησιν οίνου· να μη αποκάμνετε εργαζόμενοι τας εντολάς, αλλά να προσμένετε τον μισθόν και τον έπαινον από αυτόν τον Κύριον, ποθούντες την απόλαυσιν της αιωνίου ζωής και έχοντες πάντοτε εμπρός εις τους οφθαλμούς σας το ρητόν του Δαβίδ, και να λέγετε· «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστιν, ίνα μη σαλευθώ». Και ως μεν υιοί να τον αγαπάτε, ως δε δούλοι να τον ευλαβήσθε, και να τον φοβήσθε, και να πραγματεύησθε με φόβον και τρόμον την σωτηρίαν σας. Να θερμαίνητε την καρδίαν με την χάριν του Αγίου Πνεύματος· να είσθε ενδεδυμένοι όλοι τα όπλα του Αγίου Πνεύματος, να τρέχετε όχι άσκοπα, να νικάτε τον εχθρόν με την ασθένειαν της σαρκός και με την πανοπλίαν του πνεύματος. Αφού δε κάμετε όλα τα διατεταγμένα, να λέγετε εαυτούς αχρείους και να ευχαριστήτε τον Άγιον και ένδοξον και φοβερόν Θεόν δια να αρέσετε εις Εκείνον μόνον να μη καυχάσθε και να μη επαινήτε τον εαυτόν σας, μηδέ να ακούετε με όρεξιν άλλον, όταν σας επαινή, αλλά να δουλεύετε τον Θεόν εις το κρυφόν, και να ζητήτε Εκείνου τον έπαινον, συλλογιζόμενοι την ένδοξον παρουσίαν Του, την από εδώ αναχώρησίν σας, τα πεφυλαγμένα δια τους δικαίους αγαθά· ομοίως και το ητοιμασμένον δια τον διάβολον και τους υπηρέτας του αιώνιον πυρ. Ύστερον δε από αυτά να μνημονεύετε και το ρητόν του Αποστόλου, ότι τα παθήματα του παρόντος καιρού δεν είναι άξια με την δόξαν όπου μέλλει να αποκαλυφθή εις ημάς, και να λέγετε με τον Δαβίδ· «Τοις φυλάττουσι τας εντολάς αυτού ανταπόδοσις πολλή». Μισθός πολύς, και στέφανος δικαιοσύνης· ζωή ατελεύτητος· χαρά ανεκδιήγητος· κατοικία ακατάλυτος πλησίον εις τον Πατέρα και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, εις τον εν ουρανοίς αληθινόν Θεόν φανέρωσις πρόσωπον με πρόσωπον· χοροί με Αγγέλους, Πατριάρχας, Προφήτας, Αποστόλους, Μάρτυρας, Ομολογητάς, Οσίους και με όλους τους Αγίους, με τους οποίους ας πασχίσωμεν να ευρεθώμεν, δια της χάριτος του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού· ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».                                                                                                                           Αφού είπε ταύτα, λαβών συγχώρησιν από τους αδελφούς και εμβάς και αυτός εις το κοιμητήριον, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού τη 19η του Αυγούστου μηνός. Οι δε αδελφοί, κλαίοντες δι’ αυτόν, εθρήνησαν δια την ορφανίαν των· και κάμνοντες εις αυτόν τα συνειθισμένα μνημόσυνα, εψήφισαν Ηγούμενον ένα από τους αδελφούς, τον πλέον ενάρετον· ο οποίος, συγκεντρώνων εις εαυτόν όλην την αρετήν του θείου Χριστοφόρου, ωδήγει το ποίμνιον εις βοσκήν ζωηφόρον παρόμοια με εκείνον, περιπατών εις τα ίχνη τα οποία διέταξαν οι θεοφόροι εκείνοι Πατέρες και διδάσκων τους υποτακτικούς του. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ανώρθωσε πάλιν η Θεοτόκος τον ιδικόν της βασιλικόν οίκον και τον αποκατέστησεν εις το πρώτον κάλλος και ευπρέπειαν, καταστολίζουσα αυτόν καθώς και πρότερον με εναρέτους άνδρας και με χάριν θαυμάτων. Αλλά το μεν πλήθος των παραδόξων θαυμάτων, τα οποία ενεργεί καθ’ ημέραν η Κυρία Θεοτόκος εις εκείνους, οι οποίοι προστρέχουν με πίστιν εις την αγίαν της Εικόνα και εις τα λείψανα των δούλων της, ιατρεύουσα δαιμονιζομένους, τυφλούς, χωλούς και τέλος κάθε πάθος και κάθε ασθένειαν, αφήνω να τα διηγούνται πλατύτερον εκείνοι οι οποίοι και τα βλέπουν και τα δοκιμάζουν εις εαυτούς· εγώ δε επαναλαμβάνων με συντομίαν τα των Πατέρων, θα τελειώσω εις ολίγον την διήγησίν μου. Λοιπόν ούτοι οι τρισμακάριοι Πατέρες, ο μεν Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος, ως είπομεν, κατήγοντο από τας Αθήνας, διαμοιράσαντες δε εις τους πτωχούς τα υπάρχοντά των, απηρνήθησαν τα του κόσμου τούτου και τους συγγενείς, και ανεχώρησαν από την πατρίδα των, κατ’ αποκάλυψιν της Θεοτόκου· γενόμενοι δε Μοναχοί, και περιπατούντες, χωρίς να στραφούν εις τα οπίσω, έφθασαν, με την οδηγίαν της Θεοτόκου, εις το όρος του Μελά, δοκιμάσαντες καθ’ οδόν πολλά θλιβερά, και κάμνοντες θαύματα συνήθροισαν πολλά καλά. Αφού δε ήλθαν εις το όρος, τόσα πολλά και μεγάλα νικητήρια κατώρθωσαν, πολεμούντες νύκτα και ημέραν τα φθοροποιά πάθη και τους δαίμονας με μακράς νηστείας, αγρυπνίας, προσευχάς, χαμαικοιτίας παντοτεινάς και αδιάκοπα δάκρυα, ώστε είναι δύσκολον να τα διηγηθή τις, όμως είναι εύκολον να τα συμπεράνωμεν από τούτο, ότι ο Κύριος της δόξης τους εδόξασε λαμπρώς και ζώντας. Τότε μεν ομιλών με αυτούς πολλάς φοράς δια μέσου της Θεοτόκου, και εισακούων την προσευχήν των, τώρα δε πλουτίζων τα λείψανά των με τόσην ευωδίαν και χάριν, ώστε από εκείνους, οι οποίοι προστρέχουν με πίστιν, άλλοι μεν από την αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου, άλλοι δε από τα εκείνων λείψανα, και άλλοι και από τα δύο μέρη λαμβάνουν τα σωτήριά των ζητήματα και ψυχωφελή αιτήματα. Ο δε ύστερος κατά τους χρόνους, εις δε την αρετήν παρόμοιος με εκείνους ιερός Χριστοφόρος ήτο χωρικός, ων δε απονήρευτος εις την γνώμην, από τον αγρόν, τον οποίον ηροτρία, διωρίσθη από την Παναγίαν Θεοτόκον γεωργός του πνευματικού αμπελώνος Της και συνομιλών με Αυτήν πολλάκις εδιδάχθη και τα γράμματα, τα οποία δεν ήξευρεν, ώστε δια μέσου της θείας Γραφής, την οποίαν αδίδακτα ανέπνεεν, επήγαζαν και από την ιδικήν του κοιλίαν ποταμοί ύδατος ζώντος· δεν πρέπει όμως να παραξενεύεται τις, εάν ο Όσιος μη μαθών γράμματα ιστορείται ότι ήξευρε μετά την χειροτονίαν, η οποία έγινεν εις αυτόν με ψήφον Θεού· διότι εις τους αγραμμάτους και χωρικούς εκείνους όπου είναι προσκαλεσμένοι από τον Θεόν, η χειροτονία επιφέρει καρδίαν νέαν και νουν νέον, και τους σοφίζει, ώστε όχι μόνον να ηξεύρουν τα γράμματα, τα οποία δεν έμαθαν, αλλά ακόμη και να προφητεύουν, καθώς φαίνεται εις το δέκατον κεφάλαιον της πρώτης των Βασιλειών. Τούτους λοιπόν και ημείς, αδελφοί, τους ουρανίους ανθρώπους και επιγείους Αγγέλους, θέτοντες έμπροσθέν μας, ως εντελέστατον κανόνα και στάθμην της μοναχικής πολιτείας, ας πασχίζωμεν να ευθύνωμεν και την ιδικήν μας ζωήν, όσον δυνάμεθα, με την ιδικήν των, επειδή έχομεν από το εν μέρος την Υπεραγίαν Θεοτόκον οδηγήτριαν, από δε το άλλο μέρος τους Οσίους Πατέρας πρεσβευτάς και συμβοηθούς· δια να αξιωθώμεν με τας πρεσβείας των και της Βασιλείας των ουρανών, με την χάριν Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου