Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Περί του Σίμωνος

Περί του Σίμωνος, Σημ πρώτον καλουμένου, του κομίσαντος τον χρυσόν στέφανον και ζώνην του Εσταυρωμένου εις τον Όσιον Αντώνιον.                                                                               

Κατ’ εκείνον τον καιρόν είχεν έλθει προς τον Όσιον Αντώνιον και εις νέος, Σημ καλούμενος, όστις είχε πατέρα Ιταλόν, Αφρικανόν καλούμενον, αυθέντην επαρχίας τινός της Ιταλίας. Ούτος ο Αφρικανός είχε δύο υιούς, Φράμ τον ένα και τον έτερον Σημ καλούμενον. Μετά δε τον θάνατον του πατρός αυτών υπερίσχυσε κάποιος άρχων Ιακούμ καλούμενος, όστις εκδιώξας τους παίδας εκ της πατρικής ηγεμονίας, έγινεν αυτός κύριος της αυθεντίας. Ο δε Σημ εμβάς εις πλοίον ανεχώρησεν εις Ρωσίαν και ήλθεν εις Κίεβον, την πρωτεύουσαν πόλιν, προς τον ευσεβέστατον ηγεμόνα Ιζεσλάβ, όστις υπεδέχθη αυτόν φιλοφρόνως και ωνόμασεν άρχοντα της συγκλήτου· ακούσας δε ούτος την αρετήν του Οσίου Αντωνίου έλαβεν εις αυτόν πολλήν ευλάβειαν. Ότε λοιπόν το έθνος των Πολοβτσιανών εκίνησε τον πόλεμον κατά της Ρωσίας, ο δε ηγεμών του Κιέβου Ιζεσλάβ πριν αναχωρήση δια τον πόλεμον μετέβη, ως είπομεν, μετά των άλλων αρχόντων να λάβη την ευλογίαν του Οσίου Αντωνίου, είχε μεθ’ εαυτού και τον Σημ. Τότε ο Όσιος Αντώνιος, αφού είπεν εις τους άλλους δια την καταστροφήν την οποίαν έμελλε να πάθωσιν, εστράφη και προς τον Σημ και του είπε· «Και συ, τέκνον, μέλλεις να κινδυνεύσης· όμως η άνωθεν πρόνοια θέλει σε βοηθήσει και διαφυλάξει, επειδή θέλεις συνδράμει εις την οικοδομήν του ιερού Ναού, όστις μέλλει να κτισθή εδώ, συ δε πρώτος μέλλεις να ενταφιασθής εις αυτόν».  Αφού λοιπόν συνεκροτήθη ο πόλεμος και κατενικήθησαν οι Ρώσοι, οι δε προρρηθέντες δύο άρχοντες μετά του ηγεμόνος έφυγον, ο Σημ, μετ’ άλλου τινός άρχοντος εκ του αυτού στρατιωτικού τάγματος, πληγωθέντες έπεσον ημιθανείς πνέοντες τα λοίσθια. Τότε ο Σημ ελθούσης επ’ αυτόν της θείας χάριτος συνήλθεν εις εαυτόν και αναβλέψας εις τον ουρανόν είδεν εις το ύψος τον Ναόν όστις έλελλε να οικοδομηθή ύστερον. Τότε εμνήσθη την πρόρρησιν του Οσίου Αντωνίου και εδεήθη του Θεού μετά δακρύων, ίνα λυτρωθή του προκειμένου κινδύνου δια πρεσβειών του Οσίου Αντωνίου, Θεοδοσίου του μαθητού αυτού και της Δεσποίνης Θεοτόκου. Δεομένου λοιπόν αυτού εκτενώς, προέφθασεν αυτόν η εξ ύψους βοήθεια και ευρέθη όλως υγιής, ομοίως και οι στρατιώται αυτού, οίτινες έκειντο πριν ως νεκροί, εγερθέντες παραδόξως έφυγον εκείθεν και έφθασαν εις τον άνθρωπον του Θεού Όσιον Αντώνιον, εις τον οποίον διηγήθησαν τα συμβάντα. Τότε ο Σημ, έχων μετ’ αυτού μίαν χρυσήν ζώνην και ένα στέφανον πολύτιμον, εκβαλών αυτά έδωκεν εις τον Όσιον Αντώνιον λέγων· «Ο πατήρ μου  Αφρικανός κατά τας ημέρας της ηγεμονίας αυτού κατεσκεύασε Σταυρόν μέγαν με την Εικόνα του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού· είτα εις τιμήν αυτού κατεσκεύασε και τον στέφανον τούτον και έθηκεν επί της κεφαλής του Σωτήρος, ως διάδημα βασιλικόν. Κατεσκεύασε δε και ζώνην εκ χρυσίου καθαρού λιτρών πεντήκοντα, δια ταύτης δε περιέζωσε τον Εσταυρωμένον Δεσπότην μετά του Σταυρού. Ότε δε ο ανεψιός μου με κατέτρεξε και με εξέβαλε της πατρικής μου οικίας και ηγεμονίας, έλαβον εγώ τον στέφανον και την χρυσήν ζώνην εκ του Εσταυρωμένου· ότε δε εξέβαλον τον στέφανον εκ της κεφαλής του Κυρίου, ήκουσα φωνήν εκ του στόματος αυτού λέγουσαν εις εμέ· «Μη τολμήσης, άνθρωπε, ποτέ να βάλης επί της κεφαλής σου τον στέφανον αυτόν, ούτε την ζώνην ταύτην τολμήσης ποτέ να μετέλθης εις υπηρεσίαν σου· αλλά πρόσφερε αυτά εις τον ητοιμασμένον τόπον, ένθα μέλλει να οικοδομηθή ο οίκος της μητρός μου παρά του Οσίου Αντωνίου, εις του οποίου τας χείρας εγχείρισον αυτά, ίνα επιτεθώσιν άνωθεν του θυσιαστηρίου». Ταύτα εγώ ακούσας και τρομάξας, έπεσον πρηνής κατά γης ως νεκρός, αναίσθητος. «Μετά ώραν ικανήν ελθών εις εαυτόν, έλαβον τον στέφανον και την ζώνην και κατελθών εις τον αιγιαλόν ανέβην εις πλοίον προς τα εδώ ερχόμενον. Πλεόντων δε ημών συνέβη σάλος μέγας της θαλάσσης, ώστε το πλοίον εκινδύνευε να καταποντισθή· εγώ δε αναμνησθείς των λόγων του Κυρίου, εφοβήθην μήπως δια το ότι ετόλμησα να λάβω τον στέφανον εκ της κεφαλής του Δεσπότου συνέβη η τρικυμία εκείνη· εδεόμην δε του Θεού εκτενώς μετά δακρύων να με λυτρώση εκ του κινδύνου· αναβλέψας δε εις τον ουρανόν, ιδού είδον Ναόν εις το ύψος θαυμαστόν ιστάμενον υψηλά και έμεινα εκστατικός· ούτω δε απορών, ήκουσα φωνής λεγούσης μοι· «Ούτος ο Ναός μέλλει να οικοδομηθή εις το όνομα της Θεοτόκου, ως βλέπεις μέγας και υψηλός. Ο δε Αντώνιος θέλει λάβει μέτρον κατ’ αναλογίαν εκ της διαμέτρου της ζώνης ταύτης πεντήκοντα μέτρα εις το μήκος, τριάκοντα εις το ύψος και δέκα εις το πλάτος, εις αυτόν δε τον Ναόν μέλλεις να ενταφιασθής». Μετά την φωνήν έπαυσεν η ταραχή της θαλάσσης και εγένετο γαλήνη μεγάλη, πάντες δε οι εν τω πλοίω εδόξασαν τον Θεόν. Και διαπλεύσαντες την Βαλτικήν θάλασσαν εφθάσαμεν εις Ρωσίαν. Την θεωρίαν του Ναού τούτου ενεθυμήθην, όταν κειτόμενος ημιθανής εκ των πληγών παρά τον ποταμόν Άλπε είδον δια δευτέραν φοράν το σχήμα του Ναού εις τον ουρανόν. Ταύτα δε ιδών έκρινα ότι πρέπει να φέρω την ζώνην ταύτην και τον στέφανον εις την αγιωσύνην σου». Ταύτα ακούσας ο Αντώνιος παρά του Σημ, είπεν εις αυτόν· «Εγώ μεν αυτά δεν γνωρίζω, τώρα δε εκ του στόματός τα ακούω». Οδε Σημ είπεν· «Ούτε εγώ εγνώρισα που μέλλει να κτισθή ο Ναός· τώρα δε έμαθον παρά της σης αγιωσύνης ότι εις αυτόν τον τόπον μέλλει να οικοδομηθή ο Ναός». Δώσας δε την χρυσήν εκείνην ζώνην είπεν· «Ιδού το μέτρον του Ναού, ωσαύτως και ο στέφανος· ούτος ο στέφανος πρέπει να στηριχθή άνωθεν του θυσιαστηρίου». Τότε ο θείος Αντώνιος εδόξασε τον Θεόν και επήνεσε τον Σημ, λέγων· «από του νυν δεν θα καλείται το όνομά σου Σημ, αλλά Σίμων ως της χάριτος τέκνου». Και καλέσας τον Θεοδόσιον ο Αντώνιος, είπε προς τον Σίμωνα· «Ούτος ο Θεοδόσιος μέλλει να οικοδομήση τον Ναόν τον οποίον είδες εν εκστάσει». Ταύτα δε ειπών, έδωκεν εις τον Θεοδόσιον τον στέφανον και την ζώνην και απ’ εκείνης της ώρας εγνωρίσθη ο Σίμων με τον Θεοδόσιον, και είχεν αυτόν ως πατέρα πνευματικόν αυτού· έδωκε δε εις αυτόν ποσότητα χρημάτων ικανήν εις δαπάνην της οικοδομής του Ναού και εζήτησε τας ευχάς του Θεοδοσίου, ευλογήσας δε αυτόν ο Θεοδόσιος είπεν· «Ευλογήσαι σε Κύριος εν Σιών και ίδοις τα αγαθά Ιερουσαλήμ με όλην την οικογένειάν σου». Λαβών λοιπόν ο Σίμων την ευλογίαν του Θεοδοσίου, είχεν αυτήν ως θησαυρόν πολύτιμον, επόθησε δε να κατοικήσωσιν εις τον τόπον εκείνον μέχρι τέλους της ζωής αυτού· με την εναλλαγήν δε του ονόματος αυτού, προσετέθη εις την Εκκλησίαν του Χριστού εκ της δυτικής κακοδοξίας εις την ανατολικήν Ορθοδοξίαν με όλην αυτού την οικογένειαν και λοιπούς εκ της Ιταλίας συνελθόντας, οίτινες ήσαν περί τας τρεις χιλιάδας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου